γεννολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεννολογῶ ἀμάρτ. γεννολογάου Πέλοπν. (Δίβρ.) γεννολοῶ Θὴρ. Κίμωλ. Σίφν. γεν-νολοῶ Ρόδ. ’εν-νολοῶ Κάλυμν. Κάσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεννῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λογῶ, περὶ ἧς ἰδ. Γ.Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 247 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Γεννοβολῶ 1, ὃ ἰδ., Θήρ. Κάλυμν. Πελοπν. (Δίβρ.): Ἡ ὄρνιθα γεννολοᾷ Θήρ. Οἱ κόττες ἀρχίσανε οὕλες καὶ γεννολογᾶνε Δίβρ. Ἐν-νολοοῦν dά ζ-ζὰ Κάλυμν. 2) ᾿Επιβοηθῶ τὸν τοκετὸν τῆς ἐγκύου γυναικὸς Ρόδ.: Μαμ-μὴ καὶ καλὰ κ’ ’ὲν ἐξέρει νὰ γεν-νολοήσῃ τὴγ γεναῖκα 3)Ἐπιμελοῦμαι τῶν βοσκημάτων μέχρι τοῦ τοκετοῦ αὐτῶν Κίμωλ. Σίφν.: Γεννολοοῦμαι τὰ πράματα Κίμωλ. Τὰ γεννολοᾷ τὸχ χειμῶνα τὰ ζωντανὰ Σίφν. 4)Ἐπιμελοῦμαι τῶν βοσκημάτων κατὰ τὸν τοκετὸν Κάσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA