ἀχαλινάρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχαλινάρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχαλινάρωτος ἐπίθ. Σύμ. - Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χαλιναρωτὸς<χαλιναρώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἄνευ χαλινοῦ, ἀσυγκράτητος, δυσήνιος Σύμ. - Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. Συνών. ἀχαλίνωτος 1. 2) ᾽Ακρατὴς τῆς γλώσσης, ἀθυρόστομος Σύμ. - Λεξ. Δημητρ.: ’Αχαλινάρωτο στόμα Σύμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀτσαλιˬάρις, ἔτι δὲ ἀφραγόστομος, ἀχαλίνωτος 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/