γεννούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεννούδι τό, ἀμάρτ. γιννούδ’ Ἤπ. (Τσαμαντ.) Θρᾴκ. (Ἡράκλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γέννος καὶ τὴς παραγωγ. καταλ. -ούδι

Σημασιολογία

Γέννος 3, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/