βουρλισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρλισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουρλισιˬὰ ἡ, βουρλισία Ζάκ. -ΓΞενοπ. Κακὸς Δρόμ. 42 καὶ Κόσμος 22 βουρλισιˬὰ Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ. ἀ.) Κεφαλλ. κ. ἀ.-ΑΛασκαράτ. Στιχουργ.2 203-Λεξ. Βλαστ. 399 Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουρλίζω.

Σημασιολογία

1) Ψυχικὴ ὑπερδιέγερσις, παραφορά, ἔξαψις, μανία Ζάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ. ἀ.) Κεφαλλ.-ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. Δημητρ. : Μιˬὰ βουρλισιˬὰ τὸν ἔπιˬακε Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ. ἀ.) Ὅταν ἐμπῆκε ᾿ς τοὺς δεκαέξι χρόνους, αὐτὴ ἡ βουρλισία τσῆ ἐμπῆκε... γύρους ἔκανε ἐδῶ κ’ ἐκεῖ (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. Βουρλισία μου! (ἐπιφώνημα στοργῆς, τρυφερότητος) αὐτόθ. ‖ Ποίημ. Καὶ ζωντανὴ ᾽ς τὰ μάτιˬα τους | θωρεῖς τὴ βουρλισιˬά τους ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ᾽ ἀν. : 2) Μωρία, ἀνοησία Ζάκ. Κέρκ. -ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν. Ἔκαμε μιˬὰ βουρλισία Ζάκ. Οἱ βουρλισιˬὲς ποῦ εἶχε κάμει ’ς τὴ ζωή του! Κέρκ. Μὰ θὰ κάμῃς μία βουρλισία καὶ θὰ τὸ μετανοήσῃς ΓΞενοπ. Κόσμος ἔνθ. ἀν. Ἀνίσως κάμῃς τέτοια βουρλισία, νὰν τὸ ξέρῃς, ἐγὼ τὴ ζωή μου δὲν τὴ θέλω ἄλλο ΓΞενοπ. Κακὸς Δρόμ. ἔνθ. ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/