βουρλίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρλίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βουρλίτης ὁ, Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ. 460 καὶ 464.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρλο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτης.
Σημασιολογία
1) Ὑδροχαρὲς φυτὸν ὅμοιον πρὸς βοῦρλον Κρήτ. 2) Εἶδος κρίνου Λεξ. Βλαστ. ἔνθ. ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA