βουρλοδένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρλοδένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουρλοδένω Ζάκ. (Κερ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Πυλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρλο καὶ τοῦ ρ. δένω.

Σημασιολογία

1) Δένω μὲ βοῦρλα Πελοπν. (Πυλ.) : ᾎσμ. Καλύβι παλα͜ιοκάλυβο μὲ ράπυ σκεπασμένο μὲ ράπυ καὶ μὲ κύπερι σφιχτὰ βουρλοδεμένο. 2) Δένω διὰ σχοινίου Ζάκ. (Κερ. κ.ἀ.) : Πάω νὰ βουρλοδέσω τὴ bεργουλάδα Κερ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/