Γενοβέζικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γενοβέζικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
Γενοβέζικος ἐπίθ. Κ.Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 63 Γενουβέζικος Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Γενοβέζος
Σημασιολογία
Ὁ προερχόμενος ἐκ Γενούης, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Γένουαν τῆς Ἰταλίας ἔνθ’ ἀν.: Γενουβέζικες ἀμπουρκοῦνες (*ἀραπομπουκοῦνες = συκαῖ παράγουσαι πρώιμα σῦκα, εἶδος πρωΐμων σύκων) Χίος || Ποίημ. Καὶ λογῆς καράβιˬα ἀπ’ τὶς Φραγκιˬὲς καὶ γαλέρες Γενοβέζικες Βενετσιˬάνικα σαλεύουν τρεχαντήριˬα Κ.Παλαμ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA