Γενοβέζος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γενοβέζος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Γενοβέζος ὁ, Κῶς (Πυλ.) - Λεξ. Πρω. Γενουβέζος Χίος (Βροντ.) Τζενοβέζος Χίος Γκενεβέζος Κύπρ. (Λεμεσ.) Θηλ. Γκενουβέζα Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. Genovese

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐκ Γενούης τῆς Ἰταλίας καταγόμενος Κύπρ. (Λεμεσ.) Κῶς (Πυλ.) Χίος (Βροντ.) -Λεξ. Πρω.: Παροιμ. φρ. Ἔμ ᾿ποὺ τὸ ταιρὸ τοῦ Γκενεβέζου (ἐπὶ προσώπου λίαν ὴλικιωμένου ἢ ἐπὶ πράγματος ἣ γεγονότος θεωρουμένου παμπαλαίου) Λεμεσ. ’Πὸ τοῦ Γενοβέζου τὸ gαιρὸ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πυλ. Ἔναι ἀπ’ τὸν καιρὸ τῶν Τζενοβέζων (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Χίος. Συνών. Παροιμ. φρ. Εἶναι ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Νῶε. 2) Τὸ θηλ. ὡς οὐσ. τὸ ζυμαρικὸν φιδὲς Κεφαλλ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Πάρ. καὶ ἐπών. Ἀθῆν. Πελοπν. (Λεχαιν.) καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Γενοβέζης Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/