Γενοβήσιος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γενοβήσιος

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

Γενοβήσιος Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ γεωγραφικοῦ ὀν. Γένοβα καὶ τῆς παραγ. καταλ. -ήσιος Τύπ. Γενουβήσος εἰς Χρον. Μορ. Ρ στ. 9139 (ἔκδ. Schmitt) «ἐκεῖσε εἰς τὰ κάτεργα μετὰ τοὺς Γενουβήσους» καὶ Μαχαιρ. 1, 370 (ἔκδ. R. Dawkins) «Οἱ βάρκες ἐκουβαλοῦσαν τοὺς Γενουβήσους».

Σημασιολογία

Ὁ κάτοικος τῆς Γενούης: ᾎσμ. Μάννα, τὸν νιˬὸν ὁπ’ ἀγαπῶ, καλὰ τόνε γνωρίζω, ’ς τὴ Βενετιˬὰ Βενέτικον ’ς τὰ ξένα Γενοβήσιον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/