ἀργυροφαλκωνιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροφαλκωνιˬὰ
Τύπος
Παραλλαγή
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀργυροφαλκωνιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀργυροφαρκωνιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. φαλκωνιˬά.
Σημασιολογία
Ὡραῖος ἱέραξ: ᾎσμ. Ξύπνησε, πετροπέρδικα κιˬ ἀργυροφαρκωνιˬά μου, ξύπνησε σὺ ποῦ ρέεσαι ν’ ἀκούσῃς τὴ λαλιˬά μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA