ἀχαματίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχαματίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχαματίζω Εὔβ. (Κάρυστ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀχαματιˬά.

Σημασιολογία

Λέγω τι χαμηλοφώνως ὡς ἀναπνοήν, συνεκδ. δὲ λέγω ὀλίγα μὲ τοιοῦτον τρόπον ὥστε νὰ ὑπονοηθοῦν περισσότερα: Λίγο μοῦ τὸ ἀχαμάτισε, δὲ μοῦ τελείωσε τὴν ὁμιλία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/