ἀργυροφουντωμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυροφουντωμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργυροφουντωμένος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Βιζ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ φουντωμένος μετοχ. τοῦ ρ. φουντώνω.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων ἀργυρόχρουν φύλλωμα δασύ, φουντωμένο: ᾎσμ. ᾽Εκεῖ π’ ἀκκούμπησ’ ὁ Χριστὸς χρυσὸ δεντρὶν ἐβγῆκε, χρυσό δεντρὶ χρυσόκλωνο κιˬ ἀργυροφουντωμένο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/