ἀχαμήλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχαμήλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχαμήλωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀχαμήλουτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀχαμπήλωτος ἐνιαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χαμηλωτὸς<χαμηλώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ χαμηλωθείς, ὁ μὴ καταβιβασθεὶς χαμηλά, ὁ κρατούμενος ὑψηλὰ πολλαχ.: Κουρτῖνα ἀχαμήλωτη. Φωνὴ ἀχαμήλωτη. Βλέμμα ἀχαμήλωτο. Ἄφησε τὴ λάμπα ἀχαμήλωτη κ᾽ ἔκαιγε ὅλη τὴ νύχτα. Συνών. ἀκατέβαστος 1. 2) ’Εκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ χαμηλώσῃ πολλαχ.: Κλῶνος ἀχαμήλωτος. Κλαδὶ ἀχαμήλωτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA