γενομουστακάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενομουστακάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γενομουστακάκι τό, ἀμάρτ. ’ενομουστακάκι Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γενομούστακο καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. –άκι.
Σημασιολογία
Τὸ μικρὸν γενομούστακο, ὃ ἰδ.: Ρημάδι, dὸ ᾿ενομουστακάκι dου! (Λέγεται μετὰ ἀστειότητος πρὸς νεαρὸν οὗτινος ἤρξατο νὰ φαίνεται τὸ γένειον καὶ ὁ μύσταξ ἢ πρὸς ἡλικιωμένον φέροντα ἀτημέλητον μύστακα καὶ γένειον). Ποὺ νά ’ν’ ἡ εὐκή μου ’ς τὰ ’ενομουστακάκιˬα σου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA