ἀχαμνὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχαμνὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀχαμνὰ ἐπίρρ. χαμνὰ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Εὔβ. Θρᾴκ. Μακεδ. (’Ανασελ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀχαμνὰ πολλαχ. ἄχαμνα Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχαμνός.

Σημασιολογία

1) Χαύνως, χαλαρῶς πολλαχ.: Τὸ ἔδεσα ἀχαμνὰ καὶ λύθηκε. Συνών. ἀναχλὰ 3. β) ᾿Αδυνάτως Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων.): Εἶναι ἀχαμνὰ ὁ δεῖνα (ἀδύνατος, καταβεβλημένος) Λακων. ᾿Αχαμνὰ πάει (ζῇ πενιχρῶς) Κρήτ. 2) Κακῶς, ὄχι καλῶς πολλαχ.: ᾿Αχαμνὰ θὰ κάμῃς νὰ τὸ πάρῃς Εὔβ. (Κύμ.) ᾽Αχαμνὰ ἔκαμις νὰ φύγῃς Μακεδ. (Καστορ.) Δὲν ἔκαμις ἀχαμνὰ Μακεδ. (Σιάτ.) Ἐπαντρεύτη ἀχαμνὰ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ᾿Αχαμνά τὸν φέρκα, μὰ κιˬ αὐτὸς ἀχαμνὰ μί'σε Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ’Αχαμνὰ περνᾷ κ’ ἤθελε νὰ μὴν εἶ’ gαὶ φχαριστημένη Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Οὕλουν τοὺν κιρὸ χαμνά, τώρα χιρότιρα Μακεδ. || Φρ. Καλά, ἀχαμνὰ (καλῶς, κακῶς) Αἰτωλ. || ᾎσμ. Βασιλικὰ τὰ μάτιˬα σου, βασιλικὰ κοιτάζεις, ἕνα τὸ κάμνεις ἀχαμνὰ ποῦ δὲ μοῦ κουβεντιˬάζεις Ἤπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄσκημα 3. 3) Κατὰ τρόπον δυσάρεστον ἕνεκα ἀδιαθεσίας, λύπης κττ. πολλαχ.: Τοῦ ’ρθε ἀχαμνὰ κιˬ ἄρχισε νὰ δακρύζῃ Θεσσ. κ.ἀ. || Φρ. Μὄρχετε ἀχαμνὰ (ἔχω τάσιν πρὸς ἐμετόν, πρὸς λιποθυμίαν) Ἤπ. Θάσ. Τοὺν γί’κι ἢ τοὺν ἔπισι ἀχαμνὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Μελέν.) Μ’ ἔγινε χαμνὰ (ἀδιαθέτησα, ἠσθένησα) Φιλιππούπ. Μὄρχιτι ἀχαμνὰ μέσα μ' (εἶμαι ἀδιάθετος) Αἰτωλ. Εἶναι ἀχαμνὰ (εἶναι εἰς ἐπικίνδυνον κατάστασιν) Πελοπν. (Βυτίν.) || Παροιμ. Εἴχαμι τὴ γρα͜ιὰ χαμνά, φάσκιˬουσι κιˬ οὑ γέρουντας (κοντὰ εἰς τὸ ἕνα κακὸν μᾶς ἦλθε καὶ ἄλλο) Μακεδ. Πβ. ἀφύσικα 3. 4) Βαρέως, ἐπικινδύνως Ἤπ. (Χιμάρ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.): Χτύπησε ἀχαμνὰ Σαρεκκλ. Τὸν ἔδειρε ἀχαμνὰ Χιμάρ. ’Αχαμνὰ τόν πέτυχε μὲ τὸ λιθάρι αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/