ἀχαμναδύνατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχαμναδύνατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχαμναδύνατος ἐπίθ. Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ἐπιθ. ἀχαμνὸς καὶ ἀδύνατος.
Σημασιολογία
᾽Ασθενικός, ἀδυνάτου κράσεως: Δὲ bαχύνει ὅ,τι νὰ dοῦ κάμωμε, ἔτσα ἔναι ἀχαμναδύνατο. Συνών. ἀδύναμος, ἀδύνατος 1, ἀχαμνερός, ἀχαμνός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA