γεντέκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεντέκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεντέκι τό, πολλαχ. γεdέκι ἐνιαχ. γενdέκι Ἡράκλ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) γεdέτσι Μέγαρ. Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.) γεντέ’ Εὔβ. (Ψαχν.) Ἤπ. (Ἑλληνικ. Χουλιαρ.) γεdέ’ Θρᾴκ. (Μέτρ.) Ψαρ. γιντέ’ Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Θεσσ. γιdέ’ Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Σάμ. γινdέ’ Ἤπ. (Ζαγόρ. ’Ιωάνν.) Προπ. (Μηχαν.) γιτέκιν Λυκ. (Λιβύσσ.) γετέκ-κιν Κύπρ. γεδέκι Ε.Δημητριάδ., Παγκόσμ. Πανήγ., Παρνασσ. 8 (1884), 851 -Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 334. γιντίτσι Λεξ. Δημητρ. γιντίτσ’ Στερελλ. (Ξηρόμ. Τριχων.) γιˬοdέκι Ἄθως γιˬουντέκι Σκίαθ. -’Α.Παπαδιαμ., Μάγισσ., 106 Πεντάρφ., 118 γιˬαντέτσι Εὔβ. (Κουρ.) ’εdέκι Ἄθως Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yedek=σχοινίον δι᾿ οὗ σύρει τις ζῷον.
Σημασιολογία
Ἡ λ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Διήγ. Διγεν. στ. 530 (ἔκδ. S.Lambros) «μὲ δόξα πολλ’ ἐπήγαινεν, ἔσυρνεν καὶ γεντέκια». Ὑπὸ τὸν τύπ. γεντέκιˬα ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. Α) Κυριολ. 1) Σχοινίον διὰ τοῦ ὁποίου σύρεται ζῷον ἤ λέμβος Θεσσ. Θρᾴκ. (Μάδυτ. Μέτρ.) Προπ. (Μηχαν.) Ψαρ. -Ν.Κοτσοβίλ., ᾽Εξαρτ. πλοίων, 128, 142 ’Α.Παπαδιαμ., Μάγισσ., 106 Γ.Μαυρογιάνν. ἐν ’Ανθολογ. Ἠ.’Αποστολίδ., 237: «Ἦτο γαλήνη κατὰ τὰς πρωϊνὰς ὥρας. ᾿Αλλὰ τὸ σκάφος δὲν ἐπροχώρει, ὅθεν ἔδεσε γιουντέκι μὲ τήν φελούκαν κ᾿ ἐρρυμουλκοῦσαν τὸ πλοῖον κωπηλατοῦντες, ὁ καπετὰν ᾿Ηλίας καὶ ὁ ναύτης του» ’Α.Παπαδιαμ., ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Τραυῶ γιντέ’ (σύρω τι διὰ σχοινίου, ρυμουλκῶ) Μηχαν. Τραυῶ γεdέ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ψαρ. -Τραυῶ γεντέκι Ν.Κοτσοβίλ., ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ. 307 || Ποίημ. Καταραμένος νὰ ’σαι, μαῦρε ποταμέ, ποὺ μ’ ἔκαναν κομμάτιˬα τὰ κουνούπιˬα σου καὶ σέρνοντας γεντέκι ἐκαμπούριˬασα Γ.Μαυρογιάνν., ἔνθ᾽ ἀν. β) Ἡ ρυμούλκησις Προπ. (Μηχαν.) γ) Τὸ ρυμουλκὸν Θήρ. δ) Τὸ σχοινίον διὰ τοῦ ὁποίου συνδέεται ἡ «φτερωτὴ» τοῦ ἀνεμομύλου μὲ τὸν ἱστὸν πρὸς ἀποφυγὴν συντριβῆς της ὑπὸ τοῦ ἀνέμου Θρᾴκ. (Αἶν.) 2) Ἵππος ἢ ἄλλο ὑποζύγιον προσδεδεμένον ὄπισθεν ἢ παραπλεύρως τοῦ ἱππευομένου διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς βοηθητικὸν ἢ ἀναπληρωματικὸν εἰς περίπτωσιν ἀνάγκης Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Προπ. (Μηχαν.) Στερελλ. (Ξηρόμ.) -Μακρυγ., ᾽Απομν. 2, 125 ᾿Ε.Δημητριάδ., ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Βλαστ. 334: Εἶχε ἄλογα ἄδε͜ια καὶ τὰ τραύαγε γεντέκιˬα (ἔσυρεν αὐτὰ διὰ τοῦ χαλινοῦ ἄνευ ἀναβάτου) Μακρυγ., ἔνθ᾽ ἀν. || Ποίημ. Τέλος ἔπειτα μοῦ φέρουσι δυˬὸ ἄτιˬα, ’ς τὸ ἕνα καβαλλίκευσα, τ’ ἄλλο τραυᾷ γεdέκι καὶ μὲ ἀλλάγι μὲ ὑπᾶν ’ς τὸ σπίτι μου μπουρέκι (μπουρέκι=πλακοῦς, εἶδος γλυκύσματος. μὲ πηγαίνουν ὡς δῶρον εἰς τὸ σπίτι μου) ’Ε.Δημητριάδ., ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ἡ σημ. καὶ παρὰ Δουκ. «ὥρισεν ὁ βασιλεύς, ὅταν ἐβγαίνῃ ἔξω, νὰ ἑτοιμάζουν καλὰ ἄλογα καὶ νὰ τὰ σέρνουν ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως, ἐὰν τύχῃ ἀνάγκη, νὰ καβαλλικεύῃ ἄλλο ἄλογον, καὶ ἀφοντότε ἐπιάσθη συνήθειαν καὶ σέρνουν οἱ ἀφέντες τὰ γεντέκια». β) Ἵππος ἤ ἡμίονος ἐζευγμένος ὡς βοηθητικὸς εἰς τὸ ἁλώνι ἢ ἔξω τοῦ ρυμοῦ διτρόχου ἢ τετρατρόχου ἁμάξης Εὔβ. (Ψαχν.) Πελοπν. (Βλαχοκερ.): Βάλε ἕνα μουλάρι ἀκόμα ’ς τ’ ἁλώνι, ἕνωσέ το μὲ τὸ δικό σου, γιˬὰ νά ’χῃ γεντέκι καὶ νὰ τελειώσῃ τ᾿ ἁλώνισμα γληγορώτερα Βλαχοκερ. Εἶχα καὶ γεντέ’, γιˬατ’ ἀλλο͜ιῶς δέ μ’ ἔβγαζ’ ’ς τὴν ἀνηφόρα Ψαχν. γ) Ἵππος κινῶν τὸν μύλον ἐλαιοτριβείου Κρήτ. δ) Ὁ βοηθὸς ἄλλου εἰς τήν ἐργασίαν Εὔβ. (Ψαχν.) Πελοπν. (’Αναβρ. Βερεστ. Βλαχοκερ.) Σάμ.: Μωρ’, ἄν δὲν εἶχα τὸν Κωστῆ γεντέ’, ποῦ νὰ τά ’βγαζα πέρα! Ψαχν. Ἄν θέλῃς, θ’ ἀφήκω τὸ γιˬό μου γιˬὰ γεντέκι Βερεστ. Νὰ ρθῇ ἕνας γιˬὰ γεdέκι. γεdέκι μ’ ἔχεις; ᾽Αναβρ. Ἔχω καλὸ γεντέκι (ἐπὶ συζύγου) Βλαχοκερ. ε) Ὁ ἐν τῷ ἐλαιοτριβείῳ πρόσθετος ἐργάτης, ὁ δίδων εἰς τὸν καραβοκύρην την ζύμην τῶν ἐλαιῶν πρὸς τοποθέτησιν ἐντὸς τῶν σάκκων διὰ τὴν ἔκθλιψιν τοῦ ἐλαίου Πελοπν. (Μεσσ.) Β) Μεταφ. 1) Πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει ὡς βοηθητικὸν ἤ ὑποκατάστατον τοῦ κυρίως χρησιμοποιουμένου ἢ ἀπαραιτήτου πράγματος ἤ καὶ ἀνθρώπου Εὔβ. (Κουρ.) Κρήτ.: Πάρε ἕνα κοφίνι νὰ τό ’χῃς γιˬὰ γιˬαντέτσι Κουρ. Ἔχου δυˬὸ στάμνες, μὲ τὴμ μία κουβαλοῦ νερὸ τσαὶ τὴν ἄλλη τὴν ἔχου γιˬὰ γιˬαντέτσι αὐτόθ. Τὸν ἄντρα της τὸν ἔχει γιˬά γιˬαντέτσι (ἐπὶ ἐγγάμου γυναικός, ἥτις ἔχει ἐραστὴν) αὐτόθ. β) ’Απόθεμα πράγματος πρὸς χρῆσιν ἐν ὥρᾳ ἀνάγκης Ἰων. (Βουρλ.) Μέγαρ.: Θὰ πάρω ἕνα ζευγάρι κορδόνιˬα νὰ τὰ ἔχω γεντέκι Μέγαρ. 2) ᾿Ασκὸς βοηθητικὸς πρὸς μεταφορὰν ὕδατος, ἐλαίου, γλεύκους καὶ ἐν γένει ὑγρῶν Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέγαρ. Πελοπν. (’Αναβρ. Κάμπος Λάκων.) -Ν.Κοτσοβίλ., ’Εξαρτ. πλοίων, 128 -Λεξ. Βυζ.: Γέμισε τὸ ἀσκὶ καὶ πῆρε καὶ τὸ γεντέκι ’Αναβρ. 3) Δέρμα ἀκατέργαστον διατηρούμενον ἐν ἐφεδρείᾳ πρὸς κατασκευὴν ἤ ἀνταλλαγὴν φθαρέντων ἀντικειμένων ἐκ δέρματος ἀγν. τόπ. 4) Δοχεῖον εἰς τὸ ὁποῖον οἱ καφεπῶλαι διατηροῦν θερμὸν ὕδωρ διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν καφέδων ᾿Αθῆν. Μέγαρ. Πειρ. –Λεξ. Πρω.: Γέμισε γρήγορα τὸ γεντέκι καὶ βάλ’το ’ς τὴ φωτιˬὰ ᾿Αθῆν. Πειρ. ᾿Ετρύπησε τὸ γεντέκι κιˬ ἀπ’ τὸ νερὸ μοῦ ’σβησε ἡ φωτιˬὰ αὐτόθ. 5) Συμπληρωματικὸν στρῶμα ἄνευ κροσσῶν Πελοπν. (Βούρβουρ.) 6) Ἡ κεντρικὴ δοκὸς τῆς στέγης Ἤπ. (Καστάν.): Φρ. Ποδαρικὸ προκομμένο καὶ γεντέκι τοῦ σπιτιˬοῦ ὁ ἐρχομός σου (εὐχὴ τῆς πενθερᾶς πρὸς τὴν νύμφην). 7) Τὸ παραθρόνιον τοῦ ἀρχιερέως ἐν τῇ ἐκκλησία Θρᾴκ. (Μυριόφ.) 8) Χονδρὴ χρωματιστὴ λαμπὰς τοῦ μανουαλίου, μὴ ἀναπτομένη, ἐπὶ τῆς ὁποίας στηρίζεται ἑτέρα μικροτέρα, ἥτις ἀνάπτεται Ἄθ. Συνών. λαμπάδι. β) Ἡ βάσις τῆς χαμηλῆς λαμπάδος τοῦ μεγάλου μανουαλίου Σάμ. Οὑ ’πίτρουπους ἀνάβ’ τὰ γιdέκιˬα τ᾿ς μαναλιˬοῦις. 9) Ὁ ἐπὶ τοῦ μανουαλίου ξύλινος ἐπιμήκης κηροστάτης, ἐπὶ τοῦ ὁποίου στηρίζεται ἡ ἀναπτομένη λαμπὰς Ἄθ. 10) Τὰ πρὸ τῶν εἰκόνων τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου τοποθετούμενα μανουάλια Ἡράκλ. Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Σῦρ. 11) Μικρὸς βοηθητικὸς λοστὸς χρησιμοποιούμενος ὑπὸ τῶν λατόμων Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Τὸ ’εdέκι ’ναι ἕνας μικρὸς οστὸς ’Απύρανθ. β) Ράβδος μικρά, καὶ κἄπως παχεῖα Νάξ. (᾽Απύρανθ. ): Μὴ bάρω τὸ ’εdέκι ἐκεῖνο νὰ κάμω τὰ κόκκαά σου νὰ χαρχαοῦνε μέσ ’ς τὴ bέτσα σου. γ) Ὁ ραβδισμὸς Ἤπ. (Ξηροβούν. Πλατανοῦσ.) Πελοπν. (Παιδεμ.): Τὸν ἔπιˬασε καὶ τοῦ ’δωσ’ ἕνα γεdέκι ποὺ τὸν ἔκανε γιˬὰ τὸ κρεββάτι Παιδεμ. 12) Τάφρος διὰ τῆς ὁποίας διοχετεύεται τὸ ὕδωρ πρὸς ἁλατοποίησιν ᾿Ιων. (Φωκ.) 13) Μάχαιρα καὶ κυρίως ἡ λεπὶς αὐτῆς Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν.): Τραύ’ξι τοῦ μαχαίρ’ κὶ βάρει μὶ τοὺ γιντέ’ ἀνάποδα, ὄ’ ’ποὺ τ’ν κουφτιρὴ Στρόπον. 14) Μικρὸν οἰκόσιτον ζῷον, τυγχάνον ἰδιαιτέρας περιποιήσεως Πελοπν. (Μεγαλόπ.) 15) Χοιρίδιον σιτευτόν, προοριζόμενον νὰ σφαγῆ κατὰ τὰς ’Απόκρεω (ἐκτὸς τοῦ κατὰ τὰ Χριστούγεννα σφαγέντος διὰ νὰ παστωθῆ) Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Μεσσ.) 16) Ὁ εἰς βάρος ἄλλου τρεφόμενος, ὁ παράσιτος Πελοπν. (Μεσσ.): Γεdέκι σ’ ἔχω κάθε μέρα ’δῶ μέσα. 17) Ἀμόρφωτος, ἀπαίδευτος ἄνθρωπος Πελοπν. (Καλάβρ.): Αὐτὸς εἶναι γεντέκι. 18) Παχύς ἄνθρωπος Πελοπν. (Βούρβουρ.) 19) Ρωμαλέος ἄνθρωπος Ἤπ. (Ἑλληνικ. Ζαγόρ. Κουκούλ. Κωστάν. Χουλιαρ.) Αὐτὸς εἶι γιντέ’, γιˬέ μ’ Ζαγόρ. ᾿Ισύ ’σι γιντέ’, κὶ λὲς δὲν μπορεῖς νὰ πᾷς ’ς τοὺ λόγγου; Κουκούλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA