γέρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γέρα τά, Ἤπ. Κάρπ. Κρῆτ. Λέσβ. (’Αγιάσ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Δημητσάν.) Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ.) -Π.Βλαστ., ᾿Αργώ, 128 Κ.Παλαμ., Δειλοὶ καὶ σκληρ. στίχ.2, 128 Μ.Τσιριμῶκ., ᾿Εκ βαθ., 25 γέρη Ἰων. (Κρήν.) Φοῦρν. γήρη Ρόδ. ᾿έρα Κάρπ. ᾽έρη Σύμ. γέρατα Ζάκ. Κύθηρ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (’Ανδροῦσ. ᾿Αρκαδ. Βούρβουρ. Γορτυν. Μαζαίικ. Μάν. Μανιάκ. Μεσσ. Ὀλυμπ. Σκορτσ. Σουδεν. Τρίκκ. Κορινθ.)

Χρονολόγηση

Βυζαντινό

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γέρα. Πβ. Διγεν. ’Ακρίτ., στ. 1511 (ἔκδ. Trapp, σ. 302) «ὡς καὶ ἀπὸ τὰ γέρα σου ὁ κόλος σου ἐτζιγγριάσε». Τοῦτο κατὰ μεταπλασμὸν ἐκ τοῦ ἀρχ. γῆρας τό. Βλ. Γ.Χατζιδ., ᾽Αθηνᾶ 22 (1910), 230-231. Ὁ τύπ. γέρη τά, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὰ ἄλλα οὐδέτ., οἷον τὰ στήθη, τὰ χείλη κλπ. Ὁ τύπ. γήρη τά, διετήρησε τὸ η τονούμενον τοῦ ἀρχ γῆρας. Ὁ τύπ. γέρατα τά, ἀναλογικῶς πρὸς ἄλλα οὐδ. πληθ., ὡς γεράματα, γεροντάματα, στόματα κλπ.

Σημασιολογία

Τὸ γῆρας, ἡ γεροντικὴ ἡλικία ἔνθ’ ἀν.: Τὰ γέρα μᾶς ἐπιˬάσανε Κρήτ. ’Αποὺ τὰ γέρα εἶναι ἄρρωστος καὶ κείτεται ᾿ς τὸ κρεββάτι αὐτόθ. Νὰ πάουμουν νὰ δουλέψουμουν, νὰ βγάλουμουν τοὺ ψουμίν μας, νὰ ξικουραστῇς κ᾿ ἰσὺ ἀποὺ τοῦ βάρους ’ς τὰ γέρα σου Λυκ. (Λιβύσσ.) Δὲν ἐκράτησεν πράματαν νὰ τά ᾽χη ’ς τὰ γέρη του ᾿Ιων. (Κρήν.) ᾿Εδαιμονίστηκε τώρα ’ς τὰ γέρατα καὶ θέει νὰ παdρευτῇ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τά ’χα γιˬὰ τὰ γέρατά μου Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ἄσκημα γήρη εἶχε Ρόδ. Τὸ κορίτσι θὰ σὲ ξεπερετήσῃ γιˬὰ τὰ γέρη Φοῦρν. Ἦρθαν τὰ γέρατα πιˬὰ Πελοπν. (Μαζαίικ.) Ὥς τὰ γέρα dουν πιράσασίν του χαρισάμινα Λέσβ. (’Αγιάσ.) Ἦρθαν τὰ γέρατά μ᾿ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἅμα τραυήξ’ ἡ προυβατῖνα κατὰ τὰ γέρ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Φρ. Καλὰ γέρα νά ’χωμε (εὐχὴ) Κρὴτ. Καλὰ γέρατα (εὐχὴ) Πελοπν. (Κίτ. Κορινθ. Μάν.) Καλὰ ᾿έρα (εὐχὴ) Κάρπ. ’Σ τὰ ’έρη μ᾿ (κατὰ τὰ γεράματά μου) Σύμ. || Παροιμ. Κακὴ ζωή, πρώιμα γέρα (ἐπὶ τῶν προώρως γηρασκόντων ἕνεκα δυστυχιῶν ἢ ἀτάκτου βίου) Κρήτ. Πελοπν. (Δημητσ.) Σίφν. Οἱ θλίψες κόβγουν γόνατα κ’ οἱ ἔγνο͜ιες φέρνουν γέρα (συνών. τῆ προηγουμένῃ) Κάρπ. Καλὰ νιˬᾶτα, κακὰ γέρατα (ἐπὶ τῶν δυστυχούντων κατὰ τὸ γῆρας ἐξ αἰτίας ἀμερίμνου ἤ σπατάλου βίου κατὰ τὴν νεότητά των) Πελοπν. (᾽Ανδροῦσ. Μεσσ.) Γάμος ’ς τὰ γέρατα ἢ σταυρὸς ἢ κέρατα (διὰ τὰ ἐπακόλουθα τοῦ γάμου κατὰ τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν) Ζάκ. || ᾌσμ. Δὲ μὲ γεράσαν γέρατα, δὲ μὲ γεράσαν χρόνοι, μὲ γέρασεν ἕνας καηˬμός, ἕνα τρανὸ μαράζι Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Νά ’σαν τὰ νιˬάτα τρεῖς φορές, τὰ γέρατα κἀμμία, νὰ ξανανο͜ιώσω τρεῖς φορές, νὰ γίνω παλληκάρι Πελοπν. (Μαντιν.) Νά ’μαν κὶ γὼ πραματιφτὴς νὰ πά’ νὰ πραματέψου, νὰ πουλοῦσα γέρατα, ν᾿ ἀγόραζα τὰ νιˬᾶτα Μακεδ. (Χαλκιδ.) ’Σ τὰ γέρατα καὶ ’ς τὰ στερνὰ | καὶ μὲσ’ ᾿ς τὸ τέρμα τῆ’ ζωῆς (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) -Ποίημ. Νὰ τὰ ἰδῇ τὰ γέρα | νύχτα ἀστρογυρτὴ καὶ τὰ νιˬάτα μέρα | μέρα ἡλιˬογερτὴ Κ.Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν. Τώρα ’ς τὰ γέρα τὴ ζωὴ πολλαγαπῶ τὴν ἴδιˬα, ὅπως τὴ ζῶ -φτάνει νὰ ζῶ- τὴ χαμηλοκοιτοῦσα Μ.Τσιριμῶκ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γεράματα, γεροντάματα, γερατε͜ιά, γερατήριˬα, γερατίκιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/