ἀργυροχρυσωμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυροχρυσωμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργυροχρυσωμένος ἐπίθ. Ἤπ. Κάρπ. Κεφαλλ. κ.ἀ. ἀργυροχρουσωμένος Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρός καὶ τοῦ χρυσωμένος μετοχ. τοῦ ρ. χρυσώνω.

Σημασιολογία

Ὁ κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου ἔνθ' ἄν.: ᾊσμ. Παραθυράκιˬα μου ψηλὰ κιˬ ἀργυροχρυσωμένα, εἰπέτε τῆς κυρούλλας σας νὰ μ᾿ ἀγαπάῃ κ' ἐμένα. Ἤπ. ’Σ τὸν πύργο μας τὸ σιερὸ τὸν ἀργυροχτισμένο τρὰ παραθύριˬα θενὰ βρῇς ἀργυροχρυσωμένα (σιερὸ=σιδηροῦν) Κάρπ. Πουλῶ καὶ πύργους τρίπατους ἀργυροχρουσωμένους αὐτόθ. Ἄνοιξε τό πουgάκι σου τ’ ἀργυροχρυσωμένο κιˬ ἅπλωσε τὸ χεράκι σου τὸ μοσκοβολισμένο κιˬ ἂν εἶν᾿ ἀσήμι, ρῖψε το, ἀφέντη, νὰ τό διˬοῦμε, κι ἂν ἔχῃς καὶ γλυκό κρασί, στεῖλε το νὰ τό πιˬοῦμε (ἀργυροχρυσωμένο πουgάκι ἐννοεῖται ὄχι μόνον τὸ πεποικιλμένον διὰ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἀλλὰ καὶ τὸ πλῆρες ἀργυρῶν καὶ χρυσῶν νομισμάτων) Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/