Γερακαριˬανὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γερακαριˬανὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
Γερακαριˬανὸς ἐπίθ. Κρήτ. Γερακαργανὸς Κρήτ. (Κίσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ τοπων. Γερακάρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬανός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Γερακάρι Ρεθύμνου καταγόμενος Κρητ. || ᾎσμ. Ἄχι πὼς ἀλλαργάραμε καὶ πᾶμε χώριˬα-χώριˬα, ὅπως τὰ Γερακαριˬανά, τὰ βουλισμέν’ ἀόριˬα (ἀόριˬα=ὄρη) 2) Εἶδος κερασίων μεγάλων, χρώματος ἐρυθροῦ ἀνοικτοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔφερε ὁ Φαραγγίτης Γερακαργανὰ κεράσιˬα ἀποῦ ᾽ναι χάση Κυρίου (=πρώτης τάξεως) Κίσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA