ἀργυροψάλιδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροψάλιδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργυροψάλιδο τό, Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Ρόδ. κ.ἀ. ἀργυροψάλιο Κάρπ. Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἀργυρός καὶ τοῦ οὐσ. ψαλίδι.
Σημασιολογία
Ἀργυρᾶ ψαλὶς ἔνθ᾽ ἀν.: ᾊσμ. Φέρτε τ᾿ ἀργυροψάλιδο νὰ κόψω τὰ μαλλιˬά μου, φέρτε σκοινὶ νὰ κρεμαστῶ μὲ τὸ μονογενῆ μου Σηλυβρ. Καὶ ποῦ ’ν’ κρεμ-μός νὰ κρεμ-μιστῶ καὶ ποῦ γιˬαλὸς νὰ πέσω καὶ ποῦ ’ν’ ἀργυροψάλιο νὰ κόψω τὰ μαλ-λιˬά μου; Κάρπ. Ψαλίδι, ἀργυροψάλιδο, | μὴν κόψῃς τὰ χρυσᾶ μαλλιˬὰ καὶ κόψω ᾽γὼ τὰ δόντιˬα σου | καὶ πάρω τα ’ς τὸ χρυσοφὸ (γαμήλιον λεγόμενον τὴν ὥραν καθ’ ἣν κτενίζουν τὴν νύμφην) Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA