ἀργώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀργώνω Ἄνδρ. Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. Βλαστ. Δημητρ. ἀργώνου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργός.

Σημασιολογία

1) Καθίσταμαι ἀργός, παύω νὰ παράγω γάλα Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Ἄργωσαν τὰ πρόβατα-οἱ γίδες Πάρ. ᾽Εψοφήσανε τὰ μικρὰ καὶ δὲν ἔχομε νὰ προβυζάνουνε καὶ θ’ ἀργώσου dὰ μεγάλα Ἀπύρανθ. Συνών. ἀπογαλαχτίζω 3, ἀπογαλεύω 3, ἀπογαλιˬάζω, ἀπογαλίζω 1, στερεύω. 2) Πλησιάζω πρὸς τὴν δύσιν Ἄνδρ.: Ἀργώνει ἡ μέρα. β) Ἀπροσ. ἐγγίζει ἡ ἑσπέρα, βραδυάζει Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν.: Ἄργουσι κ᾽ ἰγὼ δὲν τελείουσα ἀκόμα Αἰτωλ. Τ᾽ν ὥρα πὄμπινα ᾿ς τοὺ χουριˬὸ ἄργουνι (πὄμπινα=ποῦ ἔμπαινα) αὐτόθ. Μέσα τοὺ μισ’μέρ’ ξικί’σις, δὲν ἄφ᾽νις ν᾿ ἀργώσ’ κι᾽ νὰ ξικ᾿νήῃς; αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/