γερακοκούδουνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερακοκούδουνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γερακοκούδουνο τό, Ἤπ. Κρήτ. γιρακουκούδ’νου Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν.) γιρουκουκούδουνου Μακεδ. (Δεσκάτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γεράκι καὶ κουδούνι. Τὸ ὄνομα ἐκ τῆς συνηθείας τῶν Βυζαντινῶν νὰ ἀναρτοῦν κωδωνίσκους εἰς τὸν λαιμὸν τῶν κυνηγετικῶν ἱεράκων. Βλ. Σ. Ξανθουδ., Λαογρ. 7 (1923), 375.
Σημασιολογία
Στρογγύλος διάτρητος κωδωνίσκος, παράγων ἐλαφρὸν ἦχον διὰ μεταλλίνης σφαίρας μετακινουμένης ἐντὸς τῆς κοιλότητος αὐτοῦ. Οὗτος, μετὰ τὴν ἐξάλειψιν τοῦ ἐθίμου τοῦ δι᾽ ἱεράκων κυνηγίου, ἀναρτᾶται εἰς τὸν λαιμὸν ζῴων, ὡς ἀρνίων, ἵππων, κυνῶν κλπ.) ἢ εἰς τὸ «δοξάρι» τῆς λύρας ἤ εἰς τὸ θυμιατὸν τῆς ἐκκλησίας ἔνθ᾽ ἀν.: Δὲ θὰ ξεχάσ’ ὥστε νὰ ζηˬῶ μιᾶς βροdόλυρας μὲ τὰ γερακοκούδουνα, ἀποὺ ἐκε͜ιὰ ἀπ’ ἐγροίκας τὴ βαρὲ τζη φωνή, ἐθάρε͜ιες πὼς ἦτον ἄθρωπος κιˬ ἐμίλει͜ενε Κρήτ.: ᾌσμ. Γερακοκούδουνο λαλεῖ καὶ μαῦρος χλιμιντρίζει, γιˬὰ νά ’βγῃ τ᾽ ἀφεντόπουλο νὰ πάῃ ’ς τὸ κυνήγι Ἤπ. ’Σὰ dὰ γερακοκούδουνα ποὺ βάνουνε ’ς τὴ λύρα, ἐτσὰ θὰ bαίνω ἀπ᾿ ὀbρός, νὰ μὴ γνωρίσῃς μοῖρα Κρήτ. Συνών. βρονταλίδι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA