γερακὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερακὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γερακὸς ἐπίθ. Κέρκ. (Κασσιόπ.) Κεφαλλ. Κρήτ. (Βάμ. Νεάπ. Σφακ. Χαν.) γερακιˬὸς Ζάκ. ’ερακιˬὸς Κάρπ. γερατιˬὰς Κύπρ. Θηλ. γερατσὲ Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεράκι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ός. Πβ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 148 Λαογρ. 7 (1923), 91.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων χρῶμα ὅμοιον πρὸς τὸ τοῦ ἱέρακος Ζάκ. Κέρκ. (Κασσιόπ.) Κεφαλλ. Κρήτ. (Βάμ. Νεάπ. Σφακ. Χαν.) Κύπρ.: Γερακὰ μάτιˬα Κασσιόπ. Γερακὰ μάθιˬα Σφακ. Τράγος γερατιˬάς. Αἶγιˬα γερατὲ Κύπρ. Ξαθή ’τονε κιˬ εἶχεν κιˬ ἀμάθιˬα γερακὰ κιˬ εἶχεν καὶ δυˬὸ πλεξοῦδες ἀποὺ τσ᾿ ἐφτάναν ὥς τὴ μέση καὶ παρεκάτω καὶ καλὰ ᾽πιθέματα (=’πιθέματα = χαρακτηριστικὰ) Κρήτ. || ᾌσμ. Τὰ μάτια σου εἶναι γερακιˬὰ καὶ τὰ δικά μου μαῦρα, πότε θὰ τ’ ἀdαμώσουμε σὲ μιˬὰ dεμέλ’ ἀdάμα (dεμέλα = μαξιλάρι) Ζάκ. Τὰ μαῦρα μάθιˬα ᾽ρέγομαι, δὲ βρίσκω ν’ ἀγαπήσω, τσ’ ἀγάπης μου ’ναι γερακὰ καὶ δὰ τὰ bογιˬαdίσω Νεάπ. β) Τὸ θηλ. ὡς οὐσ., ὄνομα κυνὸς ἐκ τοῦ χρώματος τῶν τριχῶν αὐτοῦ Κάρπ.: ᾎσμ. Κόβγει τὰ πόγιˬα καὶ τ’ ἀφτιˬά, κόβγει προὲς κιˬ ὀγλίσσες τοῦ Μούργου καὶ τῆς ’Ερακιˬᾶς νὰ φᾶσι, νὰ χορτάσουν (προὲς κιˬ ὀγλίσσες = προβιˬὲς καὶ γλῶσσες. Μοῦργος καὶ ’Ερακιˬὰ = (Γερακιˬὰ) ὀνόματα κυνῶν). Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γερακὸς Θεσσ. (Τρίκερ.) Γερακιˬὸς ᾿Αθῆν. Κάρπ. ᾽Ερακιˬὸς Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA