βούτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βούτα ἡ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουτῶ.
Σημασιολογία
Ι) Ἡ κατάδυσις εἰς τὸ ὕδωρ διὰ τῆς κεφαλῆς πολλαχ. : Κάνω βοῦτες Συνών. βουτακιˬά, βούτη, βουτιˬὰ Α1. ΙΙ) Ἀποπληξία Ἤπ. : Νά σ᾿ πέσ’ βούτα ἢ νὰ σ’ πέσ’ κακὴ βούτα! (ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA