ἀρδελεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρδελεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρδελεύω, ἀρδιλεύου Στερελλ. (Αἰτωλ. Κλών.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Ἀποπερατῶ, συντελῶ, τελειώνω: Δὲν τ᾽ ἀρδιλεύου σήμιρα τοὺ χουράφ’ Αἰτωλ. Θέλ’ πουλλοὺς ἀργάτις, ἀρδιλεύιτι αὐτεί’ ἡ δ᾽λε͜ιά! αὐτόθ. || Φρ. Τοὺν ἀρδέλιψι’ς τοὺ ξύλου (τὸν τελείωσε ᾿ς τὸ ξύλο, τὸν ἔδειρεν ἀνηλεῶς) Αἰτωλ. Κλών. Τ᾽ ἀρδέλιψι ἀπ’ τοὺ βάριμα τοὺ γ’μάρ’ (τὸ γομάρι, τὸ φορτηγὸν ζῷον) Αἰτωλ. Ἀρδέλιψι τὰ σῦκα (τὰ κατεβρόχθισε) Κλών. 2) Μέσ. κουράζομαι ὑπερβολικῶς, ἀποκάμνω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀρδιλεύκι ἀπ᾿ τὴ δ’λε͜ιά. Εἶμαι ἀρδιλιμένους ἀπ᾿ τ᾿ν ἀπουσταμάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/