βουτακιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτακιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουτακιˬὰ ἡ, Κρήτ.-Λεξ. Βλαστ. 308 Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουτάκι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ιˬά.
Σημασιολογία
Κατάδυσις εἰς τὸ ὕδωρ συνήθως τῆς θαλάσσης ἔνθ᾽ ἀν. : ᾌσμ. Παίζει τὴν πρώτη βουτακιˬὰ καὶ πάει ὣς τὴ μέση Κρήτ. Μ’ ἀπῆς ἐμαζωχτήκανε, παίζει τὴ βουτακιˬά dου κιˬ, ἁρπᾷ ὅσους ἐμπόρεσε, γεμίζει τὴ gοιλιά dου αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βούτα Ι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA