βουτακιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτακιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουτακιˬάζω Λεξ. Δημητρ. βουτ-τακιˬάζω Ρόδ. ᾿ουτακιˬάζω Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουτακιά.
Σημασιολογία
1) Μετβ. βυθίζω, βαπτίζω τι εἰς τὸ ὕδωρ Λεξ. Δημητρ. Ἀμετβ. βυθίζομαι εἰς τὸ ὕδωρ Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ. ἀ.) : ᾎσμ. Σὰ χῆνα ἀνασκουμπώθηκε, σὰν πάπιˬα ᾿ουτακιˬάζει Κάρπ. Συνών. βουτῶ. 2) Εἰσάγω εἰς τὴν γῆν, φυτεύω κλάδον φυτοῦ ὡς καταβολάδα διὰ νὰ παραχθῇ ἐξ αὐτοῦ νέον φυτὸν Ρόδ. Συνών. βουτακίζω 2, καταβολιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA