βουτακίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουτακίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουτακίζω ἀμάρτ. βουτ-τακίζω Ρόδ. βουτακῶ Λεξ. Βλαστ. 308 Δημητρ. βουρτακῶ Κρήτ. (Ρέθυμν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βουτάκι.

Σημασιολογία

1) Μετβ. βυθίζω τι εἰς τὸ ὕδωρ. Λεξ. Δημητρ. : Νὰ βουτακίσῃς ἀποβραδὺς τὰ ροῦχα. Καὶ ἀμτβ. βυθίζομαι Λεξ. Βλαστ. ἔνθ. ἀν. 2) Βουτακιˬάζω 2, ὃ ἰδ., Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/