ἀχαμνίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχαμνίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχαμνίζω, χαμνίζω Καππ. (Σινασσ.) Κύπρ. Ρόδ. Σίφν. κ.ἀ. χαμνίζου Εὔβ. (Κύμ.) χαμνίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀχαμνίζω Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Μάν. Μεσσ.) Σίφν. Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. ἀχαμνίζου Εὔβ. (Κύμ.) Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ. Αἶν. Σουφλ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Ζουπάν. Καστορ. Σισάν. Χαλκιδ.) κ.ἀ. ἀχαμνῶ Κύπρ. Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.) ἀχαμνίζ-ζου Εὔβ. (Κουρ.) Μέσ. χαμνίσκομαι Πόντ. (Οἰν.) χαμνίσκουμαι Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀχαμνίζω, ὃ ἐκ τοῦ ἀχαυνίζω<χαῦνος. Βλ. Δουκ. Append. ἐν λ. κέρομα.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Κάμνω τι χαῦνον, χαλαρὸν, χαλαρώνω Θρᾴκ. (Αἶν.) Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Μάν.) Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.: Χάμνισα τὸ σκοινὶ Καλάβρυτ. Χάμνα τὲς κόρτες τοῦ δκιˬολιˬοῦ Κύπρ. ᾿Αχάμνισα τὸ ζουνάρι μου Μάν. Ἀχαμνισμένον -οινὶν Κύπρ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Διγεν. ᾿Ακρίτ. ἐν Λαογρ. 9,344 «παρευθὺς ἐπέζευσεν καὶ ἀχαμνίζει τὴν ζώνην του». Συνών. ἀναχλένω, ἀποχαλαρώνω, ἀχαμνώνω, ξεσφίγγω. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι χαλαρός, χαλαρώνομαι Κύπρ. Χίος κ.ἀ.: ᾿Εχάμνισε τὸ σκοινὶ Χίος. ᾿Εχαμνίσαν οἱ κόρτες τοῦ δκιˬολιˬοῦ Κύπρ. 2) Καθιστῶ τι ἰσχνόν, ἀδύνατον Λεξ. Δημητρ.: Τὸν ἀχάμνισε ἡ ἀρρώστιˬα. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι ἰσχνός, ἀδυνατίζω Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κόρινθ. Μαν. Μεσσ.) Σίφν. Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ.: ᾿Αχάμνισε ἀπὸ τὴ νηστεία Κύπρ. ᾿Αχάμνιτσε ’πὸ τὴ συλλογὴ Κουρ. ᾿Èν ἐτάισα τὸ χτηνόν μου φέτι τ’ ἐχάμνισεν Κύπρ. ᾿Αχαμνίζει τ᾿ ὀζῷ ὅσο πηγαίνει Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀτονιˬάζω. 3) Ἀπολύω, ἀφίνω ἐλεύθερον Κρήτ. Κύπρ. Ρόδ.: Χάμνα τὸ πουλ-λὶν νὰ φύῃ Κύπρ. Χάμνα τά χτηνά νὰ βο-ηθοῦν μέσ᾽ ᾽ς τὰ χωρὰφκιˬα αὐτόθ. || ᾎσμ. Ταὶ χάμνα με ’πού τὰ μαλλιˬὰ ταὶ πιˬάσ' με ᾿ποὺ τὰ έρκα Κύπρ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Πρόδρομ. 1,88 «χαμνίζει τὸ σκουπόρραβδον, τὴν θύραν παρανοίγει» β) Χύνω, ἐπὶ ὑγρῶν Μακεδ. (Κοζ.): Παίρ’ τοὺ gιˬούμ’ κι᾽ τ’ ἀχαμνάει. γ) Ἐπὶ φυτῶν, βλαστάνω CFauriel Chants popul. 248: ᾎσμ. Κ' ἡ πατερίτσα ἦταν χλωρὴ κιˬ ἀχάμισε κλωνάρι. 4) Ἐγκαταλείπω, ἀποπέμπω Κύπρ.: ᾎσμ. ᾿Εχάμνισε τὴν κάλην του τ’ ἄλ-λην πααίν-νει νά’ βρῃ. 5) Πέμπω, στέλλω Μακεδ. (Ζουπάν. Καστορ. Σισάν.): Μ᾽ ἀχάμσιν νὰ πάου νὰ βρῶ τὰ βόδιˬα Σισάν. β) Παρορμῶ, παροτρύνω, ἐπὶ κυνῶν Μακεδ. 6) Ἐκτείνω, ὑψώνω τὴν χεῖρα Θρᾴκ. (Σουφλ.): ᾽Αχάμ᾿ σι νὰ πιˬάσ᾿-νὰ βαρέσ’ κττ. 7) Κάμνω τι ὑδαρέστερον Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Ἴμβρ. Κύπρ. Ρόδ. κ.ἀ. ’Εχάμνισα τὸ ζυμάρι Κύπρ. Χαμνίζω τὸν πηλὸν αὐτόθ. Καὶ ἀμτβ. καθίσταμαι ὑδαρέστερος Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Κύπρ. Ρόδ. κ.ἀ.: Κἄτι ἔγειρες μέσ᾿ ᾿ς τὸ φαεῖν τ’ ἐχάμνισεν Κύπρ. Βάλε νερὸ ᾿ς τὸ ζυμάρι νὰ χαμνίσῃ Ρόδ. Συνών. ἀπολύω 16. 8) ’Αμτβ. χειροτερεύω, ἐπὶ ἀσθενοῦς Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Β) Μέσ. 1) Προσβάλλομαι ὑπὸ σοβαρᾶς ἀσθενείας, νοσῶ ἐπικινδύνως Μακεδ. (Χαλκιδ.) 2) Χασμῶμαι Πόντ. (Οἰν.) 3) Ναρκοῦμαι, νωθροῦμαι Πόντ. (Τραπ.) 4) Προσβάλλομαι ὑπὸ τύφου Πόντ. (Κερασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/