γερακώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερακώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γερακώνω Κύθηρ.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐκ τοῦ οὐσ. γεράκος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ώνω.

Σημασιολογία

Εἶμαι ὑπερώριμος ἐπὶ σιτηρῶν: Γερακώνει πλέο τ᾽ αστάχυ. Εἶναι γερακωμένο πλέα. τί χασομερᾷς, δὲ dὸ θερίζεις;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/