βουτηχτάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτηχτάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουτηχτάρι τό, Ἤπ. Πελοπν. (Μεσσ.) (Ν. Ἑστ.) 12,61) βουτηχτάρ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) βουτιστάρι Ἤπ. (Χιμάρ. κ.ἀ.) -Λεξ. Βλαστ. 424.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουτηχτὴς διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι.
Σημασιολογία
Βουτηχτάρα, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν. : Κολυμποῦσαν σὰν τὰ βουτηχτάριˬα, σὰν τοὶς νερόκοττες, σὰν τοὶς φαλαρίδες καὶ σὰν τοὶς πάπιˬες καὶ τοὶς χῆνες (Ν. Ἑστ. ἔνθ’ ἀν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA