γερανίζω (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερανίζω (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γερανίζω (ΙΙ) Ἡράκλ. Κεφαλλ. Κύθν. Πελοπν. (᾿Ανδροῦσ. Βερεστ. Λάλ. ᾽Ολυμπ. Φιγαλ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Σάντ. Σταυρ. Χαλδ.) Χίος - Λεξ. Βάιγ. Κινδ. Μπριγκ. Βλαστ. 348. γερανίζου Εὔβ. (᾽Οκτον.) Σκῦρ. Στερελλ. (Δεσφ.) γεραίζουρ ἔι Τσακων. γιρανίζου Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν.) Λῆμν. Μακεδ. (Καταφύγ.) ᾽ρανίζω Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεράνιˬος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Α) ᾿Ενεργ. 1) Καθιστῶ τι κυανόχρουν Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν.) Πελοπν. (’Ολυμπ.): Θὰ σοῦ γερανίσω τὸν κόλο μὲ τσικουνίδα (’Ολυμπ.) Τοῦ ᾽δουσι νιˬὰ κλουτσιˬὰ ᾽ς τοὺ πουδάρ’ κι᾿ τ’ τού γιρά’σι Ἄκρ. Καὶ ἀμτβ. Λαμβάνω χρῶμα κυανοῦν, καθίσταμαι ἢ φαίνομαι κυανόχρους Εὔβ. (Ἄκρ. ᾽Οκτον. Ψαχν.) 'Ηράκλ. Κεφαλλ. Κύθν. Λῆμν. Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (’Ανδροῦσ. Βερεστ. Γαργαλ. Λάλ. Φιγάλ.) Πόντ. (Σάντ. Σταυρ. Χαλδ.) Σκῦρ. Τσακων. Χίος - Λεξ. Βάιγ. Κίνδ. Μπριγκ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν.: Τὸ κόκκαλο τοῦ παστοῦ κἄποτε γερανίζει (τοῦ παστοῦ = τοῦ ἀλιπάστου κρέατος. γίνεται κυανοῦν, διότι ὑφίσταται τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ἅλατος) Κύθν. Γερανίζει ἡ λίμνα ’Ανδροῦσ. Γερανίζει ἡ θάλασσα Χίος. Τὴ φοβᾶμαι τὴ θάλασσα ἐκεῖ ποὺ γεράνιζε Λάλ. Ὄσ᾿ ὁροῦ ποῦρ ἐγεραίε τὸ καμπζὶ ἀπὸ τὰ βάματα; (δὲν βλέπεις πῶς ἔγινε κυανόμαυρον τὸ παιδὶ ἀπὸ τὰ κλάματα;) Τσακων. Γεράνισε ἀπὸ τὸ κακό της Βερεστ. Βάρεσα τὸ χέρι μου καὶ γεράνισε Φιγάλ. ’Ας σὸν κρύον ἐγεράντζαν τὰ κατζία ᾿τ’ Χαλδ. (κατζία = τὰ πρόσωπα) Συνών. μελανιˬάζω. || ᾌσμ. Θάλασσα ποὺ γερανίζεις, | νὰ μοῦ τὲν καλαρμενίζῃς (τέν = τὸν) Σκῦρ. Περίελο μὲ βρήκασι, γιˬατί ’χω μαύρη μούρη. ἄ γερανίσ’ ἡ θάλασσα, νὰ τῶν τὸ πῶ τραούδι Ἡράκλ. β) Καθίσταμαι ὑποκύανος, θολός, θολώνω Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν.) Λῆμν. Πόντ. (Σάντ. Σταυρ. Χαλδ. Στερελλ. (Δεσφ.): «Ἔ’ χουράφια οὑ Βαγγέ’ς, γιρανίζ’ τοὺ μάτ’ σ’ Ψαχν. Καρτιροῦ καρτιροῦ, γιρά’σι τοῦ μάτ’μ’ Στρόπον. Γερά’σαν τὰ μάτια μ᾽ νὰ σὲ περιμένω Δεσφ. ’Εγεράντζαν τ’ ὀμμάτ μ᾽ Σάντ. Χαλδ. Γιρά’σι τοὺ ιρὸ ’π’ τοὺ π’γάδ’ μας, γιατ’ βρῆκι τοὺ bάτου Ἄκρ. γ) ’Ιλιγγιῶ, ζαλίζομαι Πελοπν. (Βερεστ.): Ὁ δρόμος εἶναι οὕλο ντόκλες καὶ γερανίζει νὰ πέσῃ κἀνεὶς κάτου (ντόκλες = στροφαί). δ) Χλοάζω πρασινίζω Πόντ. (᾿Αμισ. Σάντ. Χαλδ.): ’Εγεράντζαν τὰ κεπία τά ραία - τὰ χωράφ. Συνών. γερανώνω. Β) Παθητ. 1) Γίνομαι κυανοῦς Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν. (Βερεστ. Φιγαλ.) Πόντ. (Χαλδ.): Τ’ ἄσπρο πρωτομασουρίζω ’ιˬὰ νὰ μὴ dὸ λερώνω ὕστερα ποῦ ᾿ερανίζουdαι τὰ χέριˬα μου μὲ τὸ ’ερανιˬὸ ’Απύρανθ. 2) Ὑφίσταμαι ἀλλοίωσιν ἀπὸ τὸ ὀξείδιον τοῦ χαλκοῦ Τσακων. (Χαβουτσ.): Γεραίοντα τὰ μπακίριˬα (τὰ χάλκινα σκεύη ὀξειδοῦνται).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA