-αρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-αρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
-αρεˬὰ καταλ. παραγωγικὴ κοιν. -αρέα πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐξ οὐσιαστικῶν ληγόντων εἰς -αρέα -αρεˬά, ἐσχηματισμένων δὲ ἐξ οὐσ. εἰς -άρι, οἷον: κοντάρι-κονταρέα καὶ κονταρεˬά, φτυάρι-φτυαρέα καὶ φτυαρεˬά, πουρνάρι-πουρναρέα καὶ πουρναρεˬά καὶ δηλοῦντων πληγήν, μέτρον, φυτὰ κττ. ἀπεσπάσθη τὸ -αρέα -αρεˬὰ ὡς παραγωγικὴ κατάλ.
Σημασιολογία
Δι᾿ αὐτῆς σχηματίζονται οὐσιαστικὰ δηλοῦντα 1) Φυτά, οἷον: ἀβγὸ-ἀβγαρέα, ἀμανίτης-ἀμανιταρεˬά, κλῆμα-κληματαρεˬά, λύγος-λυγαρεˬὰ κττ. 2) Μέτρον ἢ περιεχόμενον, οἷον: ἁλώνι-ἁλωναρεˬὰ, καλάθι-καλαθαρεὰ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA