Ἄρειος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἄρειος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Ἄρειος ὁ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἄρειους βόρ. ἰδιώμ. Ἄρειε Τσακων. Ἄρειο τό, Μύκ. Σῦρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. κύριον ὄν. Ἄρειος.

Σημασιολογία

1) Ὁ γνωστὸς αἱρεσιάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας διδάσκων ὅτι ὁ Χριστὸς εἰναι κτίσμα τοῦ Πατρός, ἄνθρωπος θεοφόρος καὶ οὐχὶ θεὸς σαρκοφόρος, ἔχων φύσιν διάφορον τῆς τοῦ Πατρός, τοῦ ὁποίου τὴν διδασκαλίαν κατεδίκασεν ἡ κατὰ τὸ ἔτος 325 συνελθοῦσα ἐν Νικαίᾳ πρώτη οἰκουμενικὴ σύνοδος. ᾿Εν τῇ λαϊκῇ παραδόσει ὁ Ἄρειος παρίσταται ὡς ἄνθρωπος πονηρότατος καὶ στωμύλος, σκεῦος τοῦ διαβόλου ἐπιτήδειον νὰ δημιουργῇ σκάνδαλα, διὸ καὶ ἐτιμωρήθη φρικωδῶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν πονηρίαν καὶ κακίαν του, διότι ὑπέστη ἐν τῷ ἀποχωρητηρίῳ φρικτὴν διάρρηξιν τῆς κοιλίας καὶ ἔκχυσιν τῶν ἐντέρων σύνηθ.: Ξέρεις τί πρᾶμα εἶν᾿ αὐτὸς ὁ Ἄρειος! Πάρ. Ἁμὸν Ἄρειος πολλὰ διεστραμμένος ἔν᾽ Πόντ. || Φρ.Ἔχει τοῦ Ἀρείου τὴ γλῶσσα (ἐπὶ τοῦ στωμύλου) Πελοπν. Νὰ ρέψῃ σὰν τὸν Ἄρειο καὶ νὰ σκουληκοβρομήξῃ! | (ἀρὰ) Ἀθῆν. Νὰ πάθῃ σὰν τὸν Ἄρειο! Πελοπν. (Λακων.) Νὰ πέσουν τ᾽ ἄντερά του σὰν τοῦ Ἀρείου! ΝΠολίτ. Παροιμ. 4,27. Νὰ ρέψ’ σὰν τοὺν Ἄρειου! Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἄ τρέμῃς σὰν τὸν Ἄρειο! (᾿ὰ=νὰ) Σύμ. Νὰ ξιράσ’ τ’ ἄdιρα τ’ σὰν τοὺν Ἄρειον! (νὰ ξεράσῃ τ᾽ ἄντερά του κτλ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Νὰ ρέψερε τζαὶ νὰ πάθερε σὰν τὸν Ἄρειε! (νὰ ρέψῃς καὶ νὰ πάθῃς σὰν τὸν Ἄρειο) Τσακων. β) Ἄνθρωπος πανοῦργος, κακός, πείσμων Θρᾴκ. Μακεδ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) κ.ἀ.: Αὐτὸς εἶνι ἕνας Ἄρειους, Θιὸς νὰ φ’λάῃ! Μακεδ. Ἄρειε, ἑωσφόρε, ντ’ ἔποικες! (τί ἔκανες;) Κερασ. 2) Ὁ ἀντίχριστος, ὁ διάβολος Πόντ. (Ἀμισ.): Ἀνάθεμα τὸν Ἄρειο σ’! Ἀμισ. 3) Τύραννος Σκῦρ.: Μὲ παιδεύ’ σὰν Ἄρειος. 4) Δαίμων τῆς βουλιμίας, τῆς ἀκορέστου πολυφαγίας (λησμονηθείσης τῆς ἀρχικῆς αἰτίας τῆς διαρρήξεως τῆς κοιλίας τοῦ Ἀρείου ἐνομίσθη αὕτη ὡς ἀποτέλεσμα ὑπερβολικῆς πολυφαγίας ἐκ δαιμονικῆς ἐπιδράσεως προερχομένης, πβ. τὰς φρ. κοντεύω νὰ σκάσω ἀπὸ τὸ πολὺ φαεῖ, ἔφαγα πολὺ καὶ θὰ σκάσω κττ.) Κύπρ.: Φρ. Φάουσαν νὰ φάῃ, ἔει Ἄρειον ’πάνω του (ἐπὶ πολυφάγου) Κύπρ. Ἄρειον ’πάνω σου, πόσες φολὲς νὰ φάῃς! (Ἄρειον ἔχεις ἐπάνω σου κτλ.) αὐτόθ. β) Ἐπιθετικ. ὁ λίαν λαίμαργος, ὁ ἀκόρεστος Κύπρ. 5) Οὐδ. ἀρατικῶς, στόμα (εἰς τὴν σημασιολογικὴν ταύτην χρῆσιν συνετέλεσε καὶ ἡ παράδοσις περὶ τῆς ἐκτάκτου στωμυλίας τοῦ ’Αρείου) Σῦρ.: Φρ. Δὲν παύει πεˬὰ τὸ Ἄρειό του! (ἐπὶ φλυάρου). 6) Οὐδ. ἐπιθετικ., διαβολικόν, σατανικὸν Θήρ. Μύκ.: Φρ. Ὁ δεῖνα ἔγινε Ἄρειο τελώνιο (ἀπῆλθε δρομαίως, ἔγινεν ἄφαντος) Μύκ. Πβ. τελώνιο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/