βουτιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουτιˬὰ ἡ, βουτία Ζάκ. βουτέα Εὔβ. (Κύμ.) βουτιˬὰ κοιν. βουτ-τιˬὰ Μεγίστ. βουιˬτὰ Πελοπν. (Μάν). βουθιˬὰ Κρήτ. φουdιˬὰ Θρᾴκ. (Καλαμ.) βουτσὰ Κάλυμν. μπουτιˬὰ Κέρκ. (Νύμφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουτῶ. Ὁ τύπ. βουιˬτὰ κατ᾿ ἐπένθεσιν, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. Γλωσσολ. Μελέτ. 1 (1901) 227. Διὰ τὸ τσ τοῦ τύπ. βουτσὰ πβ. KDieterich, Südl. Sporaden 60.
Σημασιολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουτῶ. Ὁ τύπ. βουιˬτὰ κατ᾿ ἐπένθεσιν, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. Γλωσσολ. Μελέτ. 1 (1901) 227. Διὰ τὸ τσ τοῦ τύπ. βουτσὰ πβ. KDieterich, Südl. Sporaden 60. Α) Κυριολ. 1) Ἡ διὰ τῆς κεφαλῆς κατάδυσις εἰς τὸ ὕδωρ κοιν. : Δίνω-κάνω βουτιˬὰ (καταδύομαι εἰς τὸ ὕδωρ) κοιν. Τοῦ ’δωκα δυˬὸ βουτιˬὲς (τὸν ἐβύθισα δὶς εἰς τὸ ὕδωρ) Κεφαλλ. Τὸ δερφίνι ξενερώνει καὶ πάει ὅλο βουτιˬὲς (ὁ δελφὶν ἐκτινάσσεται ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης καὶ καταδυόμενος προχωρεῖ) αὐτοθ. || Φρ. Κάνω βουτιˬὰ ᾿ς τὸ φαεῖ (ἀρχίζω νὰ τρώγω ἐν σπουδῇ) πολλαχ. Συνών. βούτα Ι, βουτακιˬά, βούτη. 2) Ἡ ὑπὸ τὸ ὕδωρ κολύμβησις σύνηθ. : Παίρνω βουτιˬά. Ἔκανε βουτιˬὰ εἴκοσι μέτρα σύνηθ. Μὲ μιˬὰ βουτιˬὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ μῶλο ᾽ς τὴ σημαδούρα Λεξ. Δημητρ. Συνών. βούτημα Α2, βουτηξιˬά 2, μακροβούτι. 3) Ἡ κατάδυσις τοῦ δύτου κατερχομένου ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης πρὸς ἁλιείαν σπόγγων σύνηθ. 4) Κατὰ πληθ., αἱ περιοδικαὶ καταδύσεις τῆς πρῴρας τοῦ πλοίου κατὰ τοὺς προνευστασμοὺς Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. Συνών. σκαμπανέβασμα: Β) Μεταφ. 1) Ἀποφασιστικὴ ἐπιχείρησις πολλαχ.: Ἔκαμε καλὴ βουτιˬὰ (ἐκέρδισε πολλά, ὠφελήθη μεγάλως) Χίος. 2) Κέρδος ἐπιλήψιμον σύνηθ. 3) Ἁρπαγή, κλοπή, ὑπεξαίρεσις σύνηθ. : Ἔκαμε μεγάλη βουτιˬὰ ᾽ς τὸ ταμεῖο κ᾽ ἔγινε ἄρατος Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA