γερανίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερανίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γερανίλα ἡ, Πελοπν. (Βασαρ. Καλάβρ. Κλειτορ.) γιρανίλα Εὔβ. (Ἄκρ. Γαλτσ.) γερανία Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεράνιˬος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίλα. Ὁ τύπ. γεραία δι’ ἀποβολὴν τοῦ λ πρὸ τοῦ α κατὰ φωνητικὸν νόμον τῆς Τσακωνικῆς.
Σημασιολογία
1) Ἡ κυανόχρους ὄψις οἱουδήποτε πράγματος Εὔβ. (Ἄκρ.) Πελοπν. (Βασαρ. Καλάβρυτ. Κλειτορ.): Τί γιρανίλα εἶν᾽ αὐτήν’ π’ φαίιτι κεῖ πέρα; ’ποὺ τ’ ζέστα εἶι ἤ ’ποὺ κἀνιˬὰ πυρκαιˬά; Ἄκρ. Τοὺ ψουμὶ ἔρχιτι κὶ γίνιτ’ ἀπὸ πάνου γιρανίλα Γαλτσ. || ᾎσμ. ᾽Απάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα δὲ λείπ’ ἡ γερανίλα κ’ ἐμένα ἀπ’ τ’ ἀχειλάκι μου δὲ λείπ’ ἡ φαρμακίλα Κλειτορ. 2) Κηλὶς κυανομέλανος Εὔβ. (Ἄκρ.) Τσακων.: Μοῦ ᾽δουσι νιˬὰ τσιμπιˬὰ κὶ μοῦ ’και νιˬὰ γιρανίλα σὰ δικάρα. Ἄκρ. Ἔν’ ἔχου νιˬὰ γεραία ἀκατοῦσ’ τὸν ἐψιλὲ (ἔχει μίαν κυανομέλανον κηλῖδα κάτωθεν τοῦ ὀφθαλμοῦ) Τσακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA