ἀρένα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρένα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρένα ἡ, Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σηλυβρ.) Κωνπλ. Προπ. (Κύζ.) κ.ἀ. ἀρήνα ᾿Απουλ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) - ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,142.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἰταλ. arena.
Σημασιολογία
1) Ἄμμος ΚΚρυστάλλ. ἔνθ' ἀν.: Ὁ Γκιτρίμης πῆρε τὸν ἀνήφορο νὰ ξεθάψῃ ἀπὸ τὴν ἀρήνα τὴν καβάλλα μου. β) Λεπτὴ ἄμμος ἢ ἀπότριμμα εἰδικοῦ τινος λίθου ἤ εἰδικὸν χῶμα χρησιμοποιούμενον εἰς τὸν καθαρισμὸν καὶ τὴν στίλβωσιν μεταλλίνων σκευῶν Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σηλυβρ.) Κωνπλ. Προπ. (Κύζ) κ.ἀ. 2) Τόπος ἀμμώδης, ἀμμουδιˬˬˬὰ ᾽Απουλ. Ἤπ. (Ζαγόρ.): ᾎσμ. Εἰς τὸ νερὸ γυˬαλίζονται τὰ παστρικὰ σπιτάκιˬα καὶ ’ς τὴν ἀρήνα τρέχουνε ποδόγυμνα παιδάκιˬα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Μακεδ. (’Ανασελ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA