γερανόγυλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερανόγυλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γερανόγυλος ὁ, ἀμάρτ. γερανόζυλος Πελοπν. (Μεσσ.) γερανόζυλε Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεράνιˬος καὶ τοῦ οὐσ. γύλος.

Σημασιολογία

Ὁ ἰχθὺς ἰουλὶς ἡ τζιοφρίδιος (julis giofredi), τῆς οἰκογ. τῶν ἰουλιδῶν (julidae), πολύχρωμος κατὰ τὴν κοιλίαν ἔνθ᾽ ἀν.: Τεῖ γερανόζυοι τ’ ἕνα σκάρο (τρεῖς γερανόζυλοι καὶ ἕνας σκάρος) Τσακων. Ἔντεν’ ἔι γερανόζυλε (αὐτὸς εἶναι γερανόζυλος) αὐτόθ. Συνών. γαϊτανούρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/