βούτουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούτουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βούτουλο τό, Χίος (Βολισσ. κ.ἀ.)-Λεξ.Βλαστ. 435 βούτ’λου Λέσβ. βούταλο Χίος -Λεξ. Βλαστ. 435.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βότουλος, δι᾿ ὃ ἰδ. Σχολ. Ἀριστοφ. Ἱππῆς 490, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. botulus=ἀλλᾶς, λουκάνικον. Ἰδ. Κ’Αμάντ. Χιακ. Γλωσσάρ. 18.
Σημασιολογία
1) Κηρήθρα τῶν μελισσῶν Χίος. 2) Ὀπὴ ἐντὸς τοίχου Χίος (Βολισσ.) : Πήγαινε ἀφ’τὸ βούτουλο νὰ φέρῃς τὸ κλειδί. 3) Θηλὴ τοῦ ὀκτάποδος Χίος -Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. 4) Μαστὸς Λεσβ. 5) Ἐξοίδημα Λεσβ. : Τοὺ βούτ’λου ποῦ πρήζιτι μουναχό τ’ τσ’ ἀνοίγει Λέσβ. 6) Πήλινον ἀγγεῖον Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA