βουτουλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτουλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουτουλώνω Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βούτουλο.
Σημασιολογία
1) Κάμνω, ἀποφέρω καρπόν, καρποφορῶ : Δὲν ἐβουτούλωσ’ ἀκόμα τ᾿ ἀραποσίτι, εἶν᾿ ἀκόμ᾿ ἀβουτούλωτο. Δὲ θὰ βουτουλώσῃ τίποτα φέτο. 2) Μεταφ. προχόπτω εἰς τὴν ζωήν, εὐδοκιμῶ : Ποῦ νὰ μὴ βουτουλώσῃς, παιδάκι μου ! (ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA