ἀρεσκε͜ιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρεσκε͜ιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρεσκε͜ιὰ ἡ, σύνηθ. ἀρισκε͜ιὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀρέσκεια.

Σημασιολογία

1) ᾿Αρεσιˬὰ 1, ὃ ἰδ., ἔνθ. ἀν.: Πῆρε γυναῖκα τῆς ἀρεσκε͜ιᾶς του. Τὸ σπίτι εἶναι τῆς ἀρεσκε͜ιᾶς του σύνηθ. || Φρ. Εἶναι τσῆ ἀρεσκε͜ιᾶς μου (θέλω εὐχαρίστως) Ζάκ. || ᾎσμ. Μὲ πίκρες καὶ μὲ βάσανα τσ᾽ ἐπλὲξαν τὰ μαλλιˬά τση, ὁ ἄντρας ποῦ τσῆ ἐδώσανε δὲν ἦτο τσ᾿ ἀρεσκε͜ιᾶς τση Ζάκ. || Ποίημ. Καὶ γῦρο σὰ νὰ ἐγύρευες ἀνθὸ τῆς ἀρεσκει͜ᾶς σου ’ς τὰ χαμωλούλουδ’ ἔσκυφτες κ’ οἱ πεταλοῦδες ’φεύγαν κ’ ἐγὼ μὲ κλῶνο τῆς μυρτεˬᾶς ἐσίμωσα κοντά σου ΔΒαλαβάν. ἐν ᾿Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 20. 2) Προικοσύμφωνον Ζάκ. Ἤπ. Κέρκ. Κεφαλλ. -ΔΓουζέλ. Χάσ. 50 Νὰ ξέρῃς πῶς τὴν Κυριˬακὴ ἡ ἀρεσκει͜ὰ θὰ γένῃ ΔΓουζέλ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/