ἀνανάμενος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνανάμενος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνανάμενος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.) ἀνανάμονος Πόντ. (Ἴμερ. Χαλδ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. ἀναμένω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν περιμένει κἀνείς, ἀπροσδόκητος ἔνθ᾽ἀν.: Κακὸν ἀνανάμονον Χαλδ. Συνών. ἀδόκητος 1, ἀκαρτέρητος 3, ἀναπάντεχος 1, *ἀναπέλπιστος, ἀνέλπιστος, ξαφνικός. 2) Τὸ οὐδ. οὐσ., κακὸν ἀπροσδόκητον Πόντ. (Ἴμερ. Τραπ.) : Ἀσ᾿ σ᾿ ἀνανάμονα κιˬ ἀσ’ σὴν κακὴν τὴν ὥραν νά φυλάττ᾽ σε ὁ Θεός ! Ἴμερ. Συνών. ἀναπάντεχο (ἰδ. ἀναπάντεχος 2).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/