γερανοφορεμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερανοφορεμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γερανοφορεμένος ἐπίθ. Πελοπν. (Λιγουρ.) γερανιˬοφορεμένος Σκῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεράνιˬος καὶ τοῦ φορεμένος μετχ. τοῦ ρ. φορῶ.

Σημασιολογία

Ὁ φορῶν ἐνδύματα κυανοῦ χρώματος ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ὦ χρυσοπράσινε μ’ ἀϊτέ γερανιˬοφορεμένε, πάλι ᾽ς ἀγάπη μ’ ἔβαλες, ἀναθεματισμένε Σκῦρ. Μιὰ γερανοφορεμένη | μοῦ ’χει τὴν καρδιˬὰ καηˬμένη δὲ μπορῶ νὰ τὴ γελάσω, | τό χεράκι της νὰ πιˬάσω Λιγουρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/