ἀνανήβιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνανήβιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνανήβιν ἐπίθ. οὐδ. Πόντ. (Κερασ. Οἴν.) ἀνανήβι Πόντ. (Οἰν.) ἀνανήβ᾿ Πόντ. (᾿Αμισ. Κοτύωρ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀνάβι τό, Καππ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. ἀνηβαίνω, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀνεβαίνω. Διὰ τὸν σχηματισμόν ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Αθηνᾶ. 37 (1925) 176. Τὸ ἀνάβι ἐκ τοῦ ἀναβαίνω ἄνευ συνθέσεως τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημασίαν στερητικὴν διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου.

Σημασιολογία

1) Τὸ μὴ ὑποστὰν τὴν προσήκουσαν ζύμωσιν, ἐπὶ ζύμης καὶ ἄρτου ἔνθ᾽ ἀν.: Ζυμάριν ἀνανήβιν Κερασ. Οἰν. Ψωμὶν ἀνανήβ’ Κοτύωρ. Σάντ Τραπ. Χαλδ. 2) Ὁ τύπ. ἀνάβι οὐσ., ὁ ἄζυμος ἄρτος Καππ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/