βούτσινας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούτσινας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βούτσινας ὁ, ἀμάρτ. βούτσ’νας Τῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουτσίνι κατὰ τύπ. μεγεθ.
Σημασιολογία
Ξυλίνη κατακόρυφος αὗλαξ, δι᾿ ἧς πίπτει τὸ ὕδωρ τὸ κινοῦν τὸν ὑδρόμυλον. Συνών. βουτσὶ 5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA