ἀρεστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρεστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρεστὸς ἐπιθ. λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Ἤπ. ἀριστὸς Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀρεστός.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀρέσκων εἴς τινα, εὐάρεστος: Ὁ δεῖνα μοῦ εἶναι ἀρεστός. Ὁ δεῖνα εἶναι πρόσωπο ἀρεστό β) Κομψός, ὡραῖος, ἐπὶ πραγμάτων Κύπρ.: Κλουβίν ἀρεστόν. 2) Ὁ εὐχαριστημένος ἀπό τινος Ἤπ. Μακεδ. (Καταφύγ.) ’Αντίθ. ἀνάρεστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/