ἀχαμνοπιˬάνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχαμνοπιˬάνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχαμνοπιˬάνω, χαμνοπιˬάνω Νάξ. (’Απύρανθ.) ἀχαμνοπιˬάνω Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. Μεγίστ. Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. ἀχαμνοπιˬάν-νω Μεγίστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχαμνὸς καὶ τοῦ ρ. πιˬάνω.

Σημασιολογία

1) Πιάνω χαλαρῶς, οὐχὶ σφιχτὰ ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. ᾿Αχαμνοπιˬάσ’ με, κυνηγέ, τώρᾳ βγαίν’ ἡ ψυχή μου, σύρει καὶ χαμνοπιˬάνει την, τραυᾷ φτερὸ καὶ φεύγει ᾽Απύρανθ. 2) Μέσ. α) Ἔχω ἐλπίδας ὑποστηρίξεως, στηρίζομαι εἴς τινα μὴ ἰσχυρὸν Λεξ. Δημητρ. β) Λαμβάνω σύζυγον ἐξ ἀσήμου, εὐτελοῦς οἰκογενείας Λεξ. Δημητρ.: Ὁ δεῖνα ἀχαμνοπιάστηκε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/