γερατεῖα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερατεῖα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γερατεῖα τά, Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κουρ. Κύμ.) Ἤπ. (Χιμάρ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Πυλ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) γιρατεῖα Θεσσ. (Νερόμυλ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Σισάν.) γερατε͜ιὰ σύνηθ. γιρατε͜ιὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γεραθε͜ιὰ Θήρ. Κρήτ. Μῆλ. ’εραθε͜ιὰ Νάξ. (᾿Απύρανθ.) γηρατε͜ιὰ Πελοπν. (Λάστ.) Ρόδ. γηραθε͜ιὰ Πάτμ. γερακεῖα Τσακων. γεράτεια Πόντ. (Ἄδισ. Ἴμερ. Σάντ. Χαλδ.) γηράτεια Πόντ. (Τραπ.) γερατε͜ιὰ ἡ, Κ. Κρυστάλλ., ’Αττικ. Μοῦσ. 3, 143 - Λεξ. Λάουνδ. γηρατε͜ιὸ τὸ Ἀ. Προβελ., Ποιήμ. 1, 292 γερατε͜ιὸ Ζάκ.
Χρονολόγηση
Βυζαντινό
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γερατεῖα, ὅπερ κατὰ μεταπλασμὸν πιθανῶς ἐκ τοῦ συνων. γέρα τά, διὰ τῆς καταλ. -εῖα, ἀποσπασθείσης ἐκ τῶν συγγενῶν σημασιολογικῶς πρωτεῖα, ἱερατεῖα τά, Πβ. Γ. Χατζιδ., ᾽Αθηνᾶ 22 (1910), 231 Kuhn’s Zeitschr. 43 (1909), 220 ἢ κατὰ παρέκτασιν ἐκ τοῦ γέρατα τά, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὰ οὐδ. εἰς -εῖα, οἷον πρεσβεῖα, πρωτεῖα κλπ. Ὁ τύπ. γερατε͜ιὰ τά, ἐπίσης Βυζαντ., ἰδ. Περὶ γέρ. στ. 56 (ἔκδ. G. Wagner, σ. 107) «τὰ δόντια του ἐκ τὰ γερατε͜ιὰ δὲν ἔχουν τί σοῦ λέγουν». Ὁμοίως καὶ οἱ τύπ. γερατε͜ιό καὶ γηρατε͜ιό, δι᾽ οὓς ἰδ. Ε. Κριαρᾶ, Λεξ. ἐν λ. γερατε͜ιό. Ὁ τύπ. γερατε͜ιὰ ἡ, ἕνεκα ἐκδοχῆς τῆς καταλ. -ε͜ιὰ ὡς τοιαύτης τῶν θηλ. εἰς -ε͜ιά. Ὁ τύπ. γερατε͜ιὰ τὰ καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Τὸ γῆρας, ἡ γεροντικῆ ἡλικία σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἄδισ. Ἴμερ. Κερασ. Οἰν. Τραπ. Σάντ. Χαλδ.) Τσακων.: Μᾶς πῆραν τὰ γερατε͜ιὰ σύνηθ. Γεραθε͜ιὰ μᾶς ἤρθανε Κρήτ. Κρῖμα ’ς τὰ γεραθε͜ιά σου νὰ λὲς ψόματα αὐτόθ. ’Ηπέρασε καλὰ γεραθε͜ιὰ Θήρ. Σὲ πῆρα dὰ ᾽εραθε͜ιὰ καὶ δὲ bροφταίνεις νὰ κάμῃς τίποτα Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Μὲ τὴ δούλεψή μου εbάgωσα ὅσα μοῦ χρε͜ιάζουdαι γιˬὰ τὰ γεραθε͜ιά μου (ἐbάgωσα = ἔβαλα εἰς τὴν πάγκαν, ἀπεταμίευσα, ἔβαλα κατὰ μέρος) Μῆλ. Τὰ γερατεῖα θέλουνε περιποίηση Ἤπ. (Χιμάρ.) Δὲ bοροῦ νὰ περπατοῦ, δὲν εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ἤμουνα. τώρα μ’ ἐπλακώσασι τὰ γερατεῖα καὶ κάθομαι ’ς τὴν ἀgουνὴ Πελοπν. (Κίτ.) ’Σ τὰ γερατεῖα μου τὶ θὰ φάου; Εὔβ. (Βρύσ.) Αὐτοῦ θὰ πιράσουμι τὰ γιρατε͜ιά μας Θρᾴκ. (Σουφλ.) Παστραβίτσα εἶι, δὲν εἶι γιρατεῖα (παστραβίτσα = τὸ ἔκφυμα ἀκροχορδὼν) Θεσσ. (Νερόμυλ.) Αὐτὸ εἶναι τὸ γερονdμοίρι μας, ἐδῶ περνοῦμε τὰ γηραθε͜ιά μας Πάτμ. ’Σ σὰ γεράτεια ’τ’ θέλ’ τέρεμαν (κατὰ τὴν γεροντικήν ἡλικίαν του θέλει περιποίησιν) Χαλδ. Μ’ ἐφάγαι τὰ γιρατε͜ιά, μωρ’ πιδί μ’! Στερελλ. (᾿Αχυρ.) Τὰ νιˬᾶτα περνοῦνε ὀγλήγορα κιˬ ἀρχινάει κατόπι τὸ γερατε͜ιὸ Ζάκ. Τὸν ἔχω ἀναπαὴ ’ς τὰ γερατε͜ιά μου Πελοπν. (Τρίκκ.) Νι ἄγκαϊ τὰ γερακεῖα ὄ μποροῦ πλέα (Τὸν πῆραν τὰ γερατε͜ιά, δὲν μπορεῖ πλέον) Τσακων. Νι ἑρέκαϊ τὰ γερακεῖα πλέα (τὸν εὑρῆκαν τὰ γερατε͜ιὰ πλέον) αὐτόθ. || Φρ. Καλὰ γερατε͜ιὰ (εὐχὴ) σύνηθ. Καλὰ γιρατε͜ιὰ σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. Κακὰ γερατε͜ιὰ νά ’χῃς (ἀρὰ) σύνηθ. Καλὰ γερατεῖα (εὐχὴ) Εὔβ. (Αὐλων. Κονίστρ. Κουρ.) Ἔτσ’ νά ’ς καλὰ γιρατεῖα Μακεδ. (Σισάν.) || Παροιμ. φρ.: Γεράτεια γελάτεια (τὸ γῆρας ἐμπαίζεται) Ἴμερ. Συνών. φρ. Γερουσία γελουσία. Τώρα ’ς τὰ γερατεῖα μου | θὰ δείξω τὴν ἀντρεία μου (ἐπὶ τῶν νεανιευομένων γερόντων) Κερασ. || Παροιμ.: Καλὰ νιˬᾶτα, κακὰ γερατε͜ιά, ὅλα κακὰ (πρὸς τὰ τελευταῖα κρίνονται καὶ τὰ πρῶτα) Μῆλ. Πρβ. Δημοσθ., Α Ὀλυνθ. 11: «πρὸς τὸ τελευταῖον ἐκβὰν ἕκαστον τῶν πρὶν ὑπαρξάντων κρίνεται». Δούλευε ’ς τὰ νιˬᾶτα σου | νά ’χῃς ’ς τὰ γηρατε͜ιά σου Πελοπν. (Λάστ.) Τεμπέλης ’ς τὰ νιˬᾶτα του, ζητιᾶνος ’ς τὰ γερατε͜ιά του (ὁ ὀκνηρὸς κατὰ τὴν νεανικὴν ἡλικίαν θὰ δυστυχήσῃ ὡς γέρων) Πελοπν. (Καρδαμ.) Ὅπο͜ιος δὲ μετρᾷ ’ς τὰ νε͜ιότα dου παθαίνει ’ς τὰ γεραθε͜ιά dου (ὁ μὴ λαμβάνων μέριμναν ὡς νέος διὰ τὸ γῆρας ὑποφέρει, ὅταν γηράσῃ) Κρήτ. (Μόδ.) Ἕναν ’ς τὰ νέτ σ᾽ κ’ ἕνα ’ς τὰ γεράτεια (ἕνα κατὰ τὴν νεότητα καὶ ἕνα κατὰ τὸ γῆρας. διασκεδάζει τις ἅπαξ κατὰ τὴν νεότητα καὶ ἅπαξ κατὰ τὸ γῆρας· δι᾽ ἄνθρωπον ἡλικιωμένον ἔκδοτον εἰς ἡδονὰς) Ἄδισ. Ὅπο͜ιος παντρεύεται ’ς τὰ γερατε͜ιὰ του ρίχνει γλήγορα τ’ ἀφτιˬά του (οἱ νυμφευόμενοι κατὰ τὴν γεροντικήν ἡλικίαν ὑποφέρουν) Ἰ. Βενιζέλ., Παροιμ2. 216, 572 || ᾌσμ. Νά ’ταν τὰ νιˬᾶτα μιὰ φορά, τὰ γερατε͜ιὰ κἀμμία, νὰ γίν’ ὁ γέρος νιˬὸ παιδί, νὰ γίνῃ παλληκάρι πολλαχ. Νὰ βάλου τοὺ φισάκι μου, νὰ πάνου ’ς τοὺ παζάρι, γιὰ νὰ πουλήσου γιρατε͜ιὰ κι ν’ ἀγοράσου νιˬᾶτα Θεσσ. (Τίρναβ.) Ἤμουνε κράχτης πετεινὸς κ’ ἐδὰ ’ς τὰ γεραθε͜ιά μου νὰ μὲ τζιbοῦν οἱ --ὄρνιθες, δὲ dὸ βαστᾷ ἡ καρδιά μου Κρήτ. - Ποίημ. Κιˬ ἀκούγω, ἀκούγω ἀπὸ μακρυˬά, ἀκούγω ἀπὸ τὰ ξένα τῆς γερατε͜ιᾶς του τὸ σκουσμό, τὸ κλάμα τῆς σκλαβιˬᾶς του Κ. Κρυστάλλ., ἔνθ᾽ ἀν. Χορταριˬασμένο στέκεται τὸ ἔρημο σκολε͜ιὸ ’Εμάδησαν οἱ τοῖχοι του ἀπὸ τὸ γηρατε͜ιὸ ’Α. Προβελ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γέρα, γεράματα, γερατήριˬα, γερατίκιˬα, γεροντάματα, γεροντιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA