ἀρέσω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρέσω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρέσω, ἀρέσκω Κέως Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.) Σῦρ. Χίος (Βίκ.) κ.ἀ. ἀρέσω κοιν. ἀρέσου βόρ. ἰδιώμ. ἀρέσ-σω Χίος (Πυργ.) ἀρέσ-σου Εὔβ. (᾽Ανδρων. Κονίστρ. Κύμ. ᾿Οξύλιθ.) Χίος (Μεστ.) ἀρέζω Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάλγαρ. Κασταν. Σαρεκκλ.) Πελοπν. κ.ἀ. - Λεξ. Περίδ. Βυζ. Δημητρ. ἀρέζου Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Μακεδ. (Κοζ.) κ.ἀ. ἀρέτζω Χίος (Ἅγιος Γεώργ.) ἀρέγω ᾽Αθῆν. Ἤπ. Κέρκ. Πελοπν. (Μαζαίικ. Σουδεν.) κ.ἀ. ἀρέθω Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Θρᾴκ. (Σάκκ.) Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κορινθ.) ἀρέθου Θεσσ. (Τρίκκ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) κ.ἀ. ἀρένω Θρᾴκ. (Καλαμ. Σηλυβρ.) Μακεδ. (Γκιουβ.) Πελοπν. (᾽Ανδροῦσ.) ’ρέσκω Ρόδ. ’ρέσω Σίφν. Τῆλ. κ.ἀ. ᾽ρέζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ρέσ-σου Χίος (Πυργ.) ἀρεσκούμενε Τσακων. ἀρεσιούμενε Τσακων. ᾿Αόρ. ἄρεξα Κρήτ. Μετοχ. ἀρεσκούμενος Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) ἀρεσούμενος Κέρκ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀρεσάμενος Πελοπν. (Μάν.) ἀρεζούμενος Θρᾴκ. Σῦρ. ἀρισκάμινους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρισάμινους Σάμ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀρέσω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀρέσκω. Πβ. Χρον. Μορ. Ρ στ. 2516 (ἔκδ. JSchmitt) «ἀφέντη μας, ἀρέσει μας, ποίσε το ἀκωλύτως». Ὁ μεταπλασμὸς ἔγινε διὰ τὸν ἀόρ. ἤρεσα. Περὶ τοῦ τύπ. ἀρέζω διὰ τὸν ἀόρ. ἄρεσα καὶ τοῦ ἀρέθω ὁμοίως διὰ τὸν ἀόρ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,276 καὶ 297. Περὶ τῶν μετοχ. ἀρεσκούμενος, ἀρεσάμενος κλπ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,13 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Φαίνομαι εἴς τινα ἀρεστός, εὐχάριστος, ἀρέσκω, εὐαρεστῶ τινὶ κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Μ’ ἀρέσει πολὺ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Μ’ ἀρέσει ἡ κόρη καὶ θὰ τὴν πάρω γυναῖκα. Μ᾿ ἀρέσει αὐτὴ ἡ γυναῖκα μὲ τὴν ὀμορφιˬά της. Τὸ σπίτι - τὸ χωριˬὸ μ’ ἀρέσει. Τοῦ ἀρέσουν τὰ λόγιˬα της. Τοῦ ἀρέσει ὁ καπνὸς-τὸ κρασὶ κττ. Τί μὲ κοιτάζεις ἔτσι; δὲ σ’ ἀρέσω; Μ᾽ ἀρέσει νὰ κοιμᾶμαι νωρὶς – νὰ σηκώνωμαι πολὺ πρωὶ - νὰ πειράζω – νὰ κυνηγῶ κττ. κοιν. Ἔν μοῦ ἀρέσσουνε τὰ καμούματά του Κύμ. ᾽Αρέσκει μου Κύπρ. ᾿Αρέτζει σου Ἅγιος Γεώργ. Δὲν τοῦ ᾽ρέσκω Ρόδ Ἔν μοῦ ᾽ρέσκει αὐτόθ. Δὲ μ᾿ ἀρέθεις, τί μὲ τρανᾷς; (κοιτάζεις) Σινασσ. Δὲ μ᾿ ἄρενε Θρᾴκ. Δὲν ἄρεγε ’ς τὸν κόσμο Σουδεν. Ἄν δὲ σ᾿ ἀρέζ᾿, φέγα (φύγε) Ζαγόρ. Ἔ σοῦ ᾽ρέσει ποτὲ κἀνεὶς Σίφν. Μένα ἔτσι μὲ ᾽ρέζ᾽ Σαρεκκλ. ’Ανθρώπου δὲν ἀρέσαν Κρήτ. Σὰν νὰ κ' ἔρεσέν του καὶ τοῦ βασιλέα ὁ λόος τοῦ παιδιˬοῦ (ἐκ παραμυθ.) Σύμ. ᾿Αρεσκούμενε ντ᾿ ἔι; (σοῦ ἀρέσει;) Τσακων. Ἆρε ὅποι͜ου ντ’ ἔι ἀρεσκούμενε (πᾶρε ὅποιο σοῦ ἀρέσει) αὐτόθ. Νιˬ ἀρεσίαϊ κἄτσι τζίτρινα (τῆς ἤρεσαν κἄτι κίτρινα) αὐτόθ. Κρασὶ ἀρεσούμενο (οἶνος εὐάρεστος) Βούρβουρ. || Φρ. Ἄν σ᾿ ἀρέσῃ! (λέγεται πρὸς πρόσωπον, ὅταν ἀδιαφορῇ τις τελείως περὶ τῆς μελλούσης νὰ γεννηθῇ ἐν αὐτῷ δυσαρεσκείας δι’ οἱονδήποτε λόγον). Ἄν σ’ ἀρέσῃ, ξανακάνε το - ξαναπές το - ξαναπήγαινε κττ. (λέγεται πρὸς πρόσωπον μετά τινος εἰρωνείας, ὅταν ἡ ἐπανάληψις ὑπ' αὐτοῦ πράξεώς τινος μέλλῃ νὰ ἔχῃ δυσάρεστα εἰς αὐτὸ ἐπακόλουθα). Ἔτσι μ’ ἀρέσει! (ἐπὶ ἐντόνου ἐπιθυμίας, ἔτσι θέλω!) κοιν. Ἄν σ᾿ ἀρέσῃ! (ἂν ἔχῃς ἐπιθυμίαν, τόλμην, θάρος κττ. ἐνν. κάνε τοῦτο ἢ ἐκεῖνο). Σ’ ἀρέσει δὲ σ’ ἀρέσει! (ἡ φρ. δηλοῦσα ἀδιαφορίαν περὶ τῆς δυσαρεσκείας τινὸς διά τινα λόγον συμπληροῦται ἀναλόγως τῶν περιστάσεων διὰ δευτέρας προτάσεως, οἷον: σ’ ἀρέσει δὲ σ’ ἀρέσει, δὲ μὲ μέλει – αὐτὸ θὰ κάνω - αὐτὸ θὰ κάνῃς - θὰ πάς – θὰ τὸ φάς – θὰ τὸν πάρῃς - θὰ μείνῃς ἐδῶ - θὰ φύγῃς κττ.) πολλαχ. ᾿Ετοῦτο εἶναι κιˬ ἂν σ᾿ ἀρέσῃ (πρὸς δυστροποῦντα ἀγοραστὴν) Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) κ.ἀ. || Παροιμ. φρ. Οὔτε κἀνοῦς ἄρεσα οὔτε κἀνεὶς μ᾿ ἀρέσ’ (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀκοινωνήτου ἕνεκα τοῦ ἰδιοτρόπου χαρακτῆρός του) Σκῦρ. || Γνωμ. Ποῦ πάει ν’ ἀρέσῃ καθενοῦ δὲν εἶναι φίλος κανενοῦ Λεξ. Δημητρ. Τ᾿ ἀρεσκούμενο τ’ ἀνθρώπου τὸ καλύτερο τοῦ κόσμου (εἰς ἕκαστον ἄνθρωπον ἐκεῖνο εἶναι κάλλιστον τὸ ὁποῖον εἰς αὐτὸν ἀρέσκει, ἔστω καὶ ἂν εἰς ἄλλους τοῦτο φαίνεται χείριστον) Θήρ. Κρήτ. Λακων. Τ’ ἀρεσούμενο τ’ ἀνθρώπου τὸ χειρότερο τοῦ κόσμου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κέρκ. Ὅ,τ᾿ ἀγαπᾷ ἡ καρδιˬά τ᾽ ἀνθρώπ’ εἶνι τ’ ἀρισάμινου τ᾿ κόσμ᾿ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σάμ. || ᾌσμ. Εἶντα τραούδι νὰ σοῦ πῶ, λυγνέ μου, νὰ σοῦ ’ρέσῃ ποῦ ’χεις ἀγγελικὸ κορμὶ καὶ δαχτυλίδι μέση; Τῆλ. Σὰ σ’ εἶδα ’γὼ καὶ μοῦ ᾽ρεξες μὲ τὰ καθημερ’νά σου, καθόλου δὲν ἐρώτηξα ποῦ ’ναι τὰ σκολινά σου Κρήτ. Καὶ ἀπολύτως ἄνευ ἀντικ.: Τὸ κορίτσι αὐτὸ ἀρέσει. ᾿Αρέσει πολὺ ὁ ψάλτης. Ἄρεσαν τὰ λόγιˬα του σύνηθ. β) Εὐχαριστοῦμαι, αἰσθάνομαι ἀπόλαυσιν Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Κοζ.) - Λεξ. Δημητρ.: Τὸ ρωτᾷ ὁ μπαμπᾶς του νὰ διˬοῦμ’ ἄρεσε ναὶ ἐκεῖ ποῦ ἔτρεξε; - Ἆ, πολὺ ἄρεσα, τώρᾳ θέλω πάλ’ νὰ ξαναπάγω (ἐκ παραμυθ.) Γέν. ᾿Αρέζου ν᾽ ἀνάφτου τοὺ τσιγάρου μὶ τ᾽ν ἤσκα Κοζ. ᾽Αρεζόμαστε νὰ ξεφαντώνωμε τὰ Σαββατόβραδα Λεξ. Δημητρ. ’Αρεζόνταν οἱ γυναῖκες ’ς τὰ φτει͜ασιδώματα αὐτόθ. || Παροιμ. ᾿Αρεζόταν ὁ παππᾶς ᾽ς τὰ κόλλυβα κιˬ ὅλο γιˬὰ συχώρια μίλαγε αὐτοθ. γ) Μέσ. ἀρέσκω εἰς τὸν ἑαυτόν μου Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): ᾿Ρέσκαμ’ μονάχες μας, νὰ μᾶς ρέζ’να--οἱ ἄ᾿. 2) Εὐχαριστοῦμαι ἀπό τινος, μοῦ προξενεῖ τι εὐχαρίστησιν, ἐπιθυμῶ, θέλω τι πολλαχ. καὶ Καππ.: Αὐτοὶ ἀρέσκου τέτοι͜α πράματα Σῦρ. Τ’ ἀρέσομε τὸ χωριˬὸ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Τ’ ἄρεγε λιγάκι τὸ κρασὶ ᾽Αθῆν. Ὁ νεˬὸς τὸ γέρω δὲν τὸν ἀρένει Θρᾴκ. Αὐτὴ τὴ φωνὴ τὴν ἀρέσω Σηλυβρ. Ἡ κόρη ἀρέζει ἄλλονα Μάλγαρ. ᾿Αρέσω ἀχλάδιˬα Ἄνδρ. Δὲ μ᾽ ἀρένεις (δὲν σοῦ εἶμαι ἀρεστὸς) Καλαμ. ᾽Αρέζω τὸ κορίτσ᾽ Κασταν. Ἔρεσες ναὶ τὸ χωριˬό μας ἢ δὲν τὸ ἔρεσες; - Τὸ ἔρεσα, καλὸ ἔν’ Γέν. Τ᾿ ἀρέζου τὰ λαθούριˬα Κοζ. Δὲν τοὺν ἀρέζου αὐτὸν τοὺν ἄνθρουπου αὐτόθ. Οἱ γυναῖκις ἀρέσαν ἀπ’ οὕλα τὰ διˬαμαντένια σκουλαρίκιˬα Μοσχον. Δὲ d’ ἀρέσω καθόλου τὰ ψάριˬα Τῆν. Τοὺ ἄρισα τοὺ πιδὶ Θρᾴκ. (Αἶν.) Τ᾿ν ἄρισι τσ᾿ ἀπουφάισι νὰ τ’ πάρ’ ’ναῖκα (τὴν ἠγάπησε καὶ ἀπεφάσισε νὰ τὴν πάρῃ γυναῖκα) Λέσβ. Εἶδι τ᾿ βασ’λουπούλλα ᾿ς τοὺ παναθύρ᾿ κὶ σὰν νὰ ἄρισιν (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. Αὐτὸν τοὺ λόγου τοὺν ἀρέσανι οἱ δρά᾿ καὶ διχτήκανι νὰ τοὺ κάν’νι (ἐκ παραμυθ). αὐτόθ. Γλέπι καλά, ν’ ἀρέῃς ἕνα μαγαζὶ κιˬ ὅποι͜ου ἀρέεις, τέτοι͜ου θὰ σ’ ἀνοίξου (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. || Παροιμ. Ἡ Κατσ’βέλα τὸ κατσ’ βελόπουλλό dης κ᾿ ἡ κάργα τὸ καργόπ’λλο dης ἀρέζ’ (ἐπὶ γονέων ἐπαινούντων ἀνύπαρκτα χαρίσματα τῶν τέκνων) Σαρεκκλ. || ᾎσμ. Ἕνα μικρὸ τουρκόπουλλο τοῦ βασιλεˬᾶ κωπέλλι μιˬὰ ρωμαι͜οπούλλα ἄρεσε κ᾿ ἐκείνη δὲν τὸν παίρνει Καππ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/